Αρχισα να διαβάζω τη συνέντευξη της Marsha Ivins με ένα προανάκρουσμα βαρεμάρας. Τα διαστημικά ταξίδια δεν προκαλούν την έκσταση που προκαλούσαν παλαιότερα –αν και ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παππάς, προσβλέποντας ίσως σε μια διαγαλαξιακή Ελλάδα, έστειλε, ως ηλεκτρονική ευχετήρια κάρτα για το Πάσχα, ένα διαστημόπλοιο που εκτοξεύεται μέσα από ένα αβγό. Ανήκω όμως στη γενιά εκείνη που πιτσιρικάκια, την 21η Ιουλίου 1969, παρακολουθήσαμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση εκείνα τα σχεδόν χορευτικά βήματα (λόγω μειωμένης βαρύτητας) του Νιλ Αρμστρονγκ στη Σελήνη. Μπορεί τότε να εισέπραττα τον γενικό ενθουσιασμό που προκαλούσε το γεγονός και όχι αυτή καθαυτή τη σημαντικότητά του. Αργότερα ξετρελάθηκα με το «Ενα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα». (Και ακόμη πιο αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτό το άλμα μάλλον έμεινε μετέωρο.)
Ωστόσο, διαβάζοντας την εξομολόγηση της αμερικανίδας αστροναύτισσας, συνειδητοποίησα ότι παρά τη γοητεία που της ασκούσε το Διάστημα (τη φαντάζομαι κοριτσάκι να διαβάζει για την Κολομπιάδα στο «Από τη Γη στη Σελήνη» του Βερν) οι ουσιαστικές αναφορές της ζωής της ήταν σχετικές με τη Γη. Κατ’ αρχάς το ότι κατόρθωσε να μπει σε ένα τόσο ανδροκρατούμενο επάγγελμα και, μάλιστα, εκείνη την εποχή. Τις μάχες που έδωσε μέχρι να κατορθώσει να τη δεχθούν ως αστροναύτισα. Το ότι πιο δυνατό συναίσθημα όταν πετάς στο Διάστημα είναι το ότι δεν είσαι πια στη Γη –σαν ένα είδος «συναισθηματικής βαρύτητας» μου ακούγεται αυτό μέσα σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα «πετούν». Αυτή η τόσο πολλή «Γη» που πρέπει να συνηθίσεις ύστερα από ένα διαστημικό ταξίδι οκτώ μηνών. Το ότι η απόφαση είναι το βασικό συστατικό της τεχνογνωσίας. Και, το πιο σημαντικό απ’ όλα, το ότι για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο όμορφος είναι ο πλανήτης μας δεν χρειάζεται να τον δει από ψηλά. Κάτι που με κάνει να σκεφτώ, συνειρμικά, ότι ακόμη κι αν μετακομίσουμε στο φεγγάρι, κι εκεί μια Γη θα φτιάξουμε.