Την απόλυτη αποτυχία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος καταγράφει η νέα έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που περιλαμβάνει ένα πραγματικά εντυπωσιακό στοιχείο: το 99% των μαθητών στην Γ’ Λυκείου της χώρας μας, παρακολουθούν είτε απογευματινά μαθήματα σε φροντιστήριο, είτε ιδιαίτερα μαθήματα, είτε και τα δύο!
Στο κρίσιμο θέμα της αξιολόγησης των σχολειών ωστόσο ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου και οι εκπρόσωποι του ΟΟΣΑ συμφώνησαν για μια φορά χθες ότι διαφωνούν.
Κατά τη χθεσινή επίσημη παράδοση στην ελληνική κυβέρνηση της νέας εργαλειοθήκης για την Εκπαίδευση, υπουργός Παιδείας και ΟΟΣΑ διατύπωσαν «ευγενικά» την ξεκάθαρη διαφωνία τους σε δύο, κρίσιμα για το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, ζητήματα: α) την αξιολόγηση των σχολείων, για την οποία ο Οργανισμός προτείνει ατομική εκπαιδευτικών και εξωτερική των σχολείων και β) τη διοίκηση και αυτονομία των σχολείων, για τα οποία το σύστημα «αυξημένων εξουσιών» που έχει δώσει το ελληνικό υπουργείο Παιδείας στους συλλόγους διδασκόντων δεν είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει η έκθεση ως την «ανάγκη ύπαρξης αυτόνομων και αποκεντρωμένων σχολείων στη χώρα».
Η έκθεση του ΟΟΣΑ περιγράφει σε 233 σελίδες τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και των περικοπών δαπανών στην ποιότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, υπογραμμίζοντας την ανάγκη αύξησης των δαπανών για την Εκπαίδευση, πρόσληψης μόνιμων εκπαιδευτικών και καλλιέργειας κουλτούρας αξιολόγησης. Οι εκπρόσωποι του Οργανισμού συμφωνούν στο γενικό συμπέρασμα ότι χρειάζονται αλλαγές στο σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ενώ αναφέρουν ξεκάθαρα ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν προετοιμάζουν σήμερα τους νέους για την αγορά εργασίας και τις δεξιότητες που απαιτούνται.
Στα θετικά της χθεσινής παρουσίασης ωστόσο, οι εκπρόσωποι του ΟΟΣΑ ανέφεραν χθες ότι «ύστερτα από μία 10ετία βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η Ελλάδα επανέρχεται, ανακάμπτει» και «μετά τη φοβερή δημοσιονομική προσαρμογή, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί πάνω από 2% το 2018 και το 2019». Η έκθεση του ΟΟΣΑ μεταξύ άλλων καταλήγει στα παρακάτω συμπεράσματα:
Το 99% των μαθητών στο τελευταίο έτος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παρακολούθησαν είτε ένα βραδινό πρόγραμμα φροντιστηριακό, είτε ιδιαίτερα μαθήματα, ή και τα δύο! Οι επόμενες δύο «πρωταθλήτριες» στη λειτουργία φροντιστηρίων χώρες στη λίστα του ΟΟΣΑ είναι η Κορέα με 90% των μαθητών και η Κίνα με το 85% των μαθητών. Στην Ελλάδα τα στοιχεία αφορούν μέχρι και το 2014 καθώς μετά η χώρα μας σταμάτησε να στέλνει στον ΟΟΣΑ σχετική ενημέρωση. «Η παραπαιδεία στην Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο ως ένα παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο είναι καλά ρυθμισμένο από την πολιτεία και λειτουργεί μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον» αναφέρεται. «Ομως οι πιο φτωχοί μαθητές έχουν πάρα πολύ λιγότερες πιθανότητες να έχουν αυτή την έξτρα βοήθεια. Αρα θα πρέπει να αυξηθεί η ποιότητα προσφοράς των σχολικών μαθημάτων στο σχολείο για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση και να υπάρχει υποστήριξη στους μαθητές που δεν έχουν υψηλές επιδόσεις με μαθήματα μετά το τέλος του σχολικού ωραρίου».
Η μαθητική διαρροή στην Ελλάδα εντοπίζεται στο 6,2%, χαμηλότερη από τον μέσο όρο των 28 χωρών – μελών που είναι 10,7%.
Πρέπει να δημιουργηθεί ένα «ιδρυτικό σχολικό όργανο», παρόμοιο με αυτό το οποίο υπάρχει στα Διοικητικά Συμβούλια των σχολείων. Η μελέτη προτείνει ακόμη δράσεις όπως ανάπτυξη επαγγελματικών ικανοτήτων, ομαδοποιήσεις σχολείων κ.λπ.
Οι έλληνες απόφοιτοι ΑΕΙ έχουν υψηλά ποσοστά πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αλλά σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις στον γραμματισμό, τις μαθηματικές δεξιότητες και την επίλυση προβλημάτων σε σύγκριση με τους αποφοίτους άλλων χωρών.
«Τώρα που οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας βελτιώνονται, είναι καιρός να εστιαστεί η προσοχή στην οικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος υψηλής απόδοσης που θέτει τα παιδιά στο επίκεντρό του. Η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει το εκπαιδευτικό της σύστημα σε μοχλό μιας πιο συμμετοχικής και βιώσιμης ανάπτυξης» καταλήγει η έκθεση.