Η Ευγενία Φακίνου μάς άνοιξε το σπίτι της ορεξάτη και μας μίλησε για τα σώψυχα των μυθιστορηματικών της εμμονών. Εξέφρασε σοβαρή ανησυχία για την υπό κατάρρευση κοινωνία, είπε για την ταλαιπωρία που της προκαλεί η γραφή, ενώ δεν παρέλειψε να μας επισημάνει την ανάγκη του ρίσκου και της υπέρβασης στη ζωή μας. Στο δέκατο όγδοο μυθιστόρημά της με τίτλο «Νυχτερινή ακρόαση» (εκδ. Καστανιώτη) η πολυδιαβασμένη συγγραφέας περιγράφει τη δραματική ιστορία ενός ανολοκλήρωτου έρωτα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, που αγαπήθηκαν ακαριαία και ύστερα χάθηκαν. Σημείο εκκίνησης μια νυχτερινή ραδιοφωνική εκπομπή, η οποία γίνεται αφορμή να ξετυλιχθεί το κουβάρι μιας ερωτικής επιθυμίας που κράτησε για πάντα. Η Ελένη και ο Μάξιμος πάνω στην εφηβεία ήρθαν πολύ κοντά. Η μικρή επαρχιακή πόλη τούς εξόρισε. Και η συγγραφέας της «Αστραδενής» φτιάχνει μια ιστορία για τα όνειρα που μένουν ζωντανά, έστω και μισά.

Από τη συγγραφική σας πορεία τι κρατάτε και τι αφήνετε;
Δεν πετάω τίποτα. Ακόμη και εάν ένα κείμενο θεωρηθεί υποδεέστερο, κάποτε γράφτηκε για έναν συγκεκριμένο λόγο και ενδεχομένως ετοίμασε τον δρόμο για ένα άλλο, που μπορεί να ήταν καλύτερο. Κάθε βιβλίο περιέχει και την ηλικία του συγγραφέα. Αντικατοπτρίζει τον περίγυρο και την ιστορική στιγμή εκείνης της εποχής.

Πώς ξεκίνησε η διαδικασία γιανα γραφτούν αυτές οι ζωές στη «Νυχτερινή ακρόαση»;

Είμαι φανατική ακροάτρια νυχτερινών ραδιοφωνικών εκπομπών. Εχω λίγο ύπνο. Οταν γράφω, σηκώνομαι και δουλεύω στις δύο τα ξημερώματα. Εχω την ψευδαίσθηση ότι είμαι μόνη στον κόσμο. Παρακολουθώντας αυτές τις εκπομπές, αισθανόμουν ευγνώμων. Συγκινούμαι από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά, ενώ δεν γνωρίζονται καθόλου. Παίζουν ένα σουρεαλιστικό παιχνίδι, χωρίς να το ξέρουν και το έχουν ανάγκη. Μα τι είναι ο συγγραφέας τελικά; Ενας δέκτης συγκινήσεων και ερεθισμάτων που μετατρέπεται σε πομπό. Αυτή τη φορά σε μένα έγινε μέσω της ακοής.
Οι συγγραφικές εμμονές σας;
Τις έχω χωρίσει σε στάδια: η ζωή στην αγροτική Ελλάδα, η εσωτερική μετανάστευση, τα μικροαστικά, το σήμερα. Απαλά όμως. Οπου έχω ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο, τα ιστορικά στοιχεία μπαίνουν με μικρές φράσεις. Το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον όπου κινείται η τελευταία ηρωίδα μου (η Ελένη) μας δίνει μια τοιχογραφία χαρακτήρων που σηματοδοτούν την Ιστορία.
Ας γνωρίσουμε λίγο καλύτερα

την Ελένη

Αυτή με δυσκόλεψε. Δεν έχει τα συνήθη χαρακτηριστικά των ηρωίδων μου. Η Ελένη δεν πάλευε. Δεχόταν μοιρολατρικά ό,τι της τύχαινε. Με θύμωνε, δεν τη συμπαθούσα. Επρεπε να την κατανοήσω. Ορφανή βέβαια. Εχω πρόβλημα με τις οικογένειες, σε όλα μου τα βιβλία. Με συγκινούν οι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μόνοι τους.
Ποιες είναι οι ρωγμές αυτής της ηρωίδας;
Ενώ αποδεχόταν παθητικά σχεδόν τα πάντα χωρίς αντίδραση, κάπου δεν της άρεσε αυτό που ζούσε. Ο μόνος τρόπος να το ξεπεράσει ήταν με αυτές τις φανταστικές ιστορίες που έπλαθε. Μικρή, μεγάλωσε κοντά στη φύση. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί για συντροφιά τα πάντα και ό,τι έλειπε το συμπλήρωνε με φανταστικά πράγματα. Μια μέθοδος που μάλλον απέδωσε και τη διατήρησε μεγαλώνοντας. Εκεί άρχιζα να της χαρίζω πράγματα, γιατί, ξέρετε, ο συγγραφέας είναι κακός άνθρωπος. Θα μπορούσα να της τα είχα στερήσει…
Κάπου εκεί μπαίνει ο έρωτας. Λυρικός πρώτα, συντριπτικός αργότερα.
Ναι. Διότι μιλάμε για δύο μοναχικά πλάσματα σε μια μικρή κοινωνία. Βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Το αγόρι όμως (ο Μάξιμος) χρησιμοποιεί ένα εργαλείο που η άλλη το ξέρει καλά: της λέει ιστορίες. Η κοπέλα δημιουργεί ιστορίες φανταστικές, το αγόρι της λέει ιστορίες για φαροφύλακες, διότι καταλαβαίνει πως έτσι μπορεί να τη γοητεύσει, με αντάλλαγμα ένα χάδι. Χωρίζουν βίαια. Το κορίτσι έρχεται κάποτε στην Αθήνα. Θα μπορούσε να είναι μια ταλαντούχα μοδίστρα. Δεν προσπαθεί όμως. Είναι τελειομανής, δίχως δημιουργικότητα. Απέφευγε επιμελώς κάθε ρίσκο. Παντρεύεται χαζά και εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται η δραματική πλευρά της. Πίστευε ότι θα τη λύτρωνε ένα παιδί. Δεν μπορεί να το κάνει. Επωμίζεται την ενοχή, πως δεν είναι κατάλληλη για μάνα, ενώ δεν είναι έτσι.
Μας καθορίζουν οι ενοχές;
Εγώ είμαι τραγικά ενοχική. Αυτά ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Από κει και ύστερα γίνεται η διαχείριση. Η οποία χρειάζεται για να υπερβείς μια κατάσταση, όχι να την παντρευτείς μια ζωή. Η υπέρβαση δεν είναι εύκολη. Εξαρτάται από το πόσο αντέχει ο καθένας αυτό το κλειστό πλαίσιο των ρόλων που καλούμαστε να υπηρετήσουμε υπό συνθήκες. Στο τέλος οι περισσότεροι φοβούνται το τίμημα.
Κι εσείς κάποια υπέρβαση κάνατε για να γίνετε συγγραφέας. Φαντάζομαι ότι δεν θα ήταν εύκολο.
Οχι, δεν ήταν καθόλου. Οταν τελειώνει ένα βιβλίο, λέω: αυτό ήταν, τελειώσαμε, όχι άλλο αυτή η ταλαιπωρία. Ξέρετε, δεν γράφω εύκολα. Δεν χαίρομαι το γράψιμο (οι δικοί μου το ξέρουν), με αποτέλεσμα κάθε φορά που παραδίδω, παθαίνω κάτι οργανικό. Τώρα που περνάνε τα χρόνια, είναι ζόρικα. Μια παλιά ιστορία λέει πως δεν γράφει ο συγγραφέας, αλλά το φάντασμά του. Είναι βέβαιο πως το καλό κορίτσι που ξέρει η γειτονιά μου δεν είναι αυτό που γράφει. Αλλα πράγματα συμβαίνουν εκεί. Σκοτεινά, που έρχονται από παλιά. Τα οποία τα παρηγορείς με το γράψιμο, δεν τα θεραπεύεις και πας σε κάτι άλλο.
Παρατήρηση
«Εν τέλει, τις ιστορίες τις φέρουμε μέσα μας»
Ως ευαίσθητος δέκτης ανθρώπινων συμπεριφορών, τι βλέπετε γύρω σας;
Βλέπω ανθρώπους ταλαιπωρημένους. Εχουν εξαντλήσει την υπομονή τους με την έννοια ότι ανέχθηκαν πράγματα που δεν πίστευαν ότι θα έκαναν. Βλέπω μια στέρηση, που δεν είναι οικονομίστικη.
Εχουν αφυδατωθεί οι άνθρωποι. Σαν να περιμένουν ένα θαύμα που θα τα απαλύνει όλα. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι θα συμβεί. Υστερα βλέπω τη γενιά των παιδιών μου, που έχει χτυπηθεί περισσότερο από την κρίση. Που είχαν όλο το μέλλον μπροστά τους και μετά ήρθε η κατάρρευση. Φοβάμαι ότι θα στεγνώσουμε.
Θέλουν τελικά οι πρωταγωνιστές της «Νυχτερινής ακρόασης»να βρεθούν;
Καθώς σκεφτόμουν πώς θα το τελείωνα, έλεγα ότι θα άξιζε σ’ αυτούς τους ανθεκτικούς ανθρώπους να τους συμβεί ένα φωτεινό πράγμα στη ζωή τους. Εστω για λίγο. Εκείνο που τους κρατάει είναι μια ανάμνηση, που πολλές φορές δεν χρειάζεται καν λέξεις. Εν τέλει, ξέρετε, τις ιστορίες τις φέρουμε μέσα μας…