Σε μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου, ο «πιανίστας» του Ρόμαν Πολάνσκι ενώ κρύβεται για μήνες από τους Ναζί σε κάποιο διαμέρισμα της Βαρσοβίας, πεινασμένος και αξιοθρήνητος, αποφασίζει να «παίξει» πιάνο. Εχοντας την παρτιτούρα στο μυαλό του και φοβούμενος μην αποκαλυφθεί το κρησφύγετό του, ο πρωταγωνιστής χαϊδεύει από ψηλά τα πλήκτρα του πιάνου χωρίς να τα ακουμπάει, ενώ ο θεσπέσιος ήχος γαληνεύει την ψυχή του. Σε μια συνθήκη όπου τα πάντα καταρρέουν, όταν τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στη βαναυσότητα, η μουσική, η τέχνη εν γένει, λειτουργεί ως ψυχοσυναισθηματικό αποκούμπι, πιθανόν το μόνο ικανό να σώσει την παρτίδα.
Η προπαγάνδα
Για τους Ναζί η διοργάνωση του φεστιβάλ επρόκειτο να είναι σημαντικό κεφάλαιο στην προπαγάνδα τους περί ενός γερμανικού πολιτισμού ανώτερου της «παρακμιακής», «μολυσμένης από το εβραϊκό στοιχείο» σύγχρονης τέχνης. Με ένα κοινό αποτελούμενο κατά βάση από στρατιωτικούς, μικρομεσαία στελέχη του καθεστώτος και τραυματίες του πολέμου δεν ήταν έκπληξη που το πρόγραμμα ήταν υποταγμένο στις αισθητικές και ιδεολογικές ανάγκες των Ναζί. Για τον καλλιεργημένο όμως ήρωά μας, μια τέτοια διαχείριση της μουσικής κληρονομιάς του Μότσαρτ συνιστούσε ευθεία προσβολή του σπουδαίου μουσουργού και του έργου του. Βλέποντας τη χώρα του, την Ευρώπη, τις αξίες που συνέθεταν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό να καταρρέουν όσο η γερμανική επέλαση προχωρούσε, ο Στάινερ επιχειρεί να περισώσει ό,τι μπορεί. Σχεδιάζει λοιπόν τη δική του μικρή συνωμοσία, ένα μικρό μουσικό «αντάρτικο», με το οποίο ίσως καταφέρει να αντισταθεί στους Ναζί, εκδικούμενός τους με όσα η ολοκληρωτική τους σκέψη απεχθανόταν: την ευφυΐα, τον αυτοσχεδιασμό, την ομορφιά, το ταλέντο, την υπέρβαση των κανόνων. Περισσότερα ο αναγνώστης θα βρει στις σελίδες του υπέροχου αυτού βιβλίου, ας μην του χαλάσουμε την έκπληξη.
Για τον Οτο Στάινερ ο κόσμος μοιάζει με τεράστια παρτιτούρα και οι Ναζί με την απάνθρωπη ιδεολογία τους συνιστούν την τέλεια παραφωνία. Είναι στιγμές που ο αναγνώστης υποψιάζεται πως ο ήρωας του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι είναι ένας (φιλελεύθερος) Εβραίος που έχει γνώση των αντισημιτικών πολιτικών του Ράιχ, ενοχλείται περισσότερο από τις «μουσικές ανορθογραφίες» που εκπορεύονται από την αισθητική του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, παρά από τις πρακτικές του οι οποίες και παρουσιάζονται δίχως συγκινησιακές υπερβολές και μάλλον ορθά, δεδομένου ότι ο μέσος αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να φανταστεί τη διαρκή παρουσία του φόβου στην καθημερινότητα (και) των ασθενών. Ανορθογραφίες όμως, οι οποίες είναι σίγουρο ότι λειτουργούν ως σημείωση της εν γένει βαρβαρότητας, η οποία και παρουσιάζεται συμβολικά μέσα από εικόνες και σχόλια που παραπέμπουν στο μουσικό σύμπαν του ήρωα – πρωταγωνιστή, όπως στο σημείο όπου φαντάζεται τον μαέστρο Μπεμ, παραδομένο στα κελεύσματα του γκαουλάιτερ και παντελώς ανίκανο να αποδώσει το πνεύμα του Μότσαρτ, να κραδαίνει ρόπαλο αντί για μπαγκέτα διευθύνοντας την ιστορική ορχήστρα του Ζάλτσμπουργκ. Υπό την έννοια αυτή η «διάσωση του Μότσαρτ» δεν αποτελεί μια προσωπική εμμονή του ήρωα, παράλογη και παράλογα δευτερευούσης σημασίας μέσα στο σύνολο των ιστορικών γεγονότων που την ίδια περίοδο λαμβάνει χώρα, αλλά ένα ρίσκο που κάθε έντιμος άνθρωπος θα έπρεπε να παίρνει σε στιγμές δύσκολες, προασπίζοντας αξίες και ιδανικά που όταν χαθούν, χάνεται και η ελπίδα.
Η άσκηση
Οι μικρές ιστορίες και η μεγάλη Ιστορία
Raphael Jerusalmy
Να σώσουμε τον Μότσαρτ
Εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2018, σελ. 149
Τιμή: 14 ευρώ