Κατά το δεύτερο από τα τρία διαστήματα της βασιλείας του (1935-1941), ο Γεώργιος Β’, ο εκ του βασιλικού οίκου των Σλέσβιχ – Χόλσταϊν – Σόντερμπουργκ – Γλίξμπουργκ, βασιλεύς των Ελλήνων, ο κατά ορισμένους «μάρτυς βασιλεύς», κατά δε τον Γεώργιο Βλάχο της «Καθημερινής» «εστεμμένος φελλός» και για τον πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούζβελτ «απλά κουφιοκέφαλος», αρχίζει τις περιοδείες ανά τη Βόρεια Ελλάδα. Επιδίωξή του να πλησιάσει τους υπηκόους του, για τους οποίους, καταπώς γράφει ο αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μακβί, «δεν τους έχει σε μεγάλη υπόληψη, αποκαλώντας τους συνεχώς “αυτοί οι άνθρωποι“». Κατά δε τον τότε διπλωμάτη Γεώργιο Σεφέρη: «Κοροϊδεύει και σνομπάρει τους Ελληνες. Είναι ανόητοι οι Ελληνες. Δεν του αρέσουν».
Διαβάστε Επίσης
Ο τον κόσμον κοσμών
Σπάνια περιγραφή μπορεί να αποτελέσει ένα τόσο δριμύ καυστικό πολιτικό σχόλιο όσο το κείμενο του πεζογράφου Διαμαντή Αξιώτη. σε σχέση με την επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Β’ στο «Σύμπλεγμα του Μωχάμετ Αλη» στην Καβάλα. Κι αν συνδυάσει κανείς τις ρήσεις του Αγγελου Βλάχου, του Φραγκλίνου Ρούζβελτ και του Γιώργου Σεφέρη για τον βασιλέα αυτόν, δεν μπορεί να μην σκεφτεί τι έχει περάσει ο τόπος μας χάρη σε εξουσίες δοτές ή εκλεγμένες, χάρη σε ανθρώπους που όσο υψηλότερος ήταν ο θώκος τους τόσο ποταπότερος ήταν ο χαρακτήρας τους.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο άναξ καταφθάνει στην πόλη της Καβάλας στις 16 Ιουνίου του 1936. Η πόλη σημαιοστολίζεται κατ’ εντολήν, φωταγωγείται, στέφεται βασιλικόν στέμμα.
Σύμφωνα με τις φωτογραφίες αρχείων που βρίσκονται, εν είδει τραπουλόχαρτων Ταρό, επάνω στο γραφείο μου, ο Γεώργιος Β’ καταθέτει στέφανον στο Ηρώον της πόλης –ένας μαρμάρινος κακότεχνος γηρασμένος λέοντας. Την επιβλητική στρατιωτική στολή του βαραίνουν πλήθος φανταχτερών παρασήμων. Είναι περιστοιχισμένος από συνωστιζόμενους αξιωματούχους, ιεράρχας και άρχοντες της πόλης.
Χαιρετίζει τα πλήθη των Καβαλιωτών, που έσπευσαν να τον υποδεχθούν, από το στενάχωρο μπαλκόνι της Εθνικής Τραπέζης –σημερινό Δημοτικό Ωδείο. Το περίτεχνο κτίριο φέρει στην κορυφή της τριγωνικής του στέγης ένα τεράστιο βασιλικό στέμμα. Από το μπαλκόνι κρέμονται δύο ευμεγέθεις σημαίες της ξηράς. Δεξιά και αριστερά αιωρούνται δυσδιάκριτα λάβαρα. Παρατίθεται τιμητικόν δείπνο στη μεγαλοπρεπή αίθουσα της Μεγάλης Λέσχης, με τους βιεννέζικους καθρέφτες, τους φωτεινούς πολυελαίους και την περίτεχνα διακοσμημένη ξυλόσομπα. Μετρώ τριάντα άνδρες, ομοτράπεζούς του. Οι ίδιοι (;) αξιωματούχοι, ιεράρχες και εκπρόσωποι των Αρχών της πρωινής κατάθεσης στεφάνου.
Ανασύρω μία εκ των φωτογραφιών, αυτή που μαρτυρά την επίσκεψή του, τη δεύτερη ημέρα της παραμονής του στην πόλη, στο Σύμπλεγμα του Μωχάμετ Αλη. Το κακοτράχαλο του εδάφους προδίδει το αδιαμόρφωτο ακόμη της πλατείας. Το ανοιχτό δίθυρο τζιπ στο πρώτο πλάνο είναι σταματημένο μπροστά από τον ανδριάντα Στρατηλάτη. Ο βασιλεύς έχει επιτελέσει τη βίζιτα στο κονάκι του πασά – αιγυπτιακό προξενείο και αναχωρεί. Είναι όρθιος εντός του οχήματος, αναμένοντας τις υπηρεσίες του σοφέρ του, ο οποίος σπεύδει να κλείσει την πόρτα. Αριστερά κάποιος ευτραφής κύριος βαδίζει, με ανοιχτό βηματισμό, να κατευοδώσει τον υψηλό επισκέπτη. Το φέσι στο κεφάλι του προδίδει την αιγυπτιακή του προέλευση, επιτρέποντάς μας να υποθέσουμε πως πρόκειται για τον εκπρόσωπο των βακούφικων κτισμάτων στην Καβάλα. Ο συμπαγής όγκος των δύο φουντωτών δενδρυλλίων πίσω εμποδίζει την αναγνώριση των σκούρων χαρακτηριστικών τού προσώπου του, που παραπέμπουν όντως στον Νότο. Δεξιά και πίσω από το όχημα περιφέρονται πέντε άνδρες, με στρατιωτική και πολιτική περιβολή, προφανώς της ακολουθίας του άνακτος. Πίσω όλων στέκει αγέρωχος ο έφιππος ανδριάντας του ιδρυτή της Αιγυπτιακής Δυναστείας, δύο χρόνια μετά την τοποθέτησή του, έργο του διάσημου γλύπτη Κωνσταντίνου Δημητριάδη, χυτεύτηκε στο περίφημο χυτήριο του Alexis Rutier στο Παρίσι. Το μπρούντζινο σύμπλεγμα είναι σκεπασμένο με βαρύ κάλυμμα. Ο αέρας παρέσυρε ένα μέρος του κανναβάτσου, αποκαλύπτοντας την κεφαλή του πασά. Ετσι καλυμμένο θα παραμείνει επί περίπου δεκαπέντε χρόνια, εν αναμονή των αποκαλυπτηρίων του. Τα οποία τελικά θα πραγματοποιηθούν στις 6 Δεκεμβρίου του 1949, μετά μεγίστης δόξης και επισημότητος. Οι χρόνοι είναι ταραγμένοι. Πέρα από το προανάκρουσμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την παραβίαση των Συνθηκών του Λοκάρνο και των Βερσαλλιών, μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Αιγύπτου, επικρατούν πολιτική αστάθεια και εμφύλιες συγκρούσεις. ΗΚαβάλα βιώνει έναν ξεχωριστό ταξικό αγώνα με επίκεντροτο ισχυρό καπνεργατικό κίνημα. Επιπλέον, κατά την οξύτατη σύγκρουσηβενιζελικών – αντιβενιζελικών, καθίσταται Πρωτεύουσα της Επαναστάσεως. Εδρα του Δ’ Σώματος Στρατού, αξιωματικοί Στρατού και Ναυτικού, υπό την ενθάρρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, οργανώνουν εδώ κίνημα εναντίον της κυβέρνησης των Λαϊκών του Παναγή Τσαλδάρη. Η αποτυχία της οργάνωσης Εθνικός Δημοκρατικός Φρουρός, «το χαμαιτυπικόν κέντρον του καταγωγίου που απαρτίζεται από μίσθαρνα και ποταπά ενεργούμενα των βενιζελοπλαστηρικών», την 1ηΜαρτίου του 1935 γράφει την κορωνίδα τουΕθνικού Διχασμού. Ακολουθούν συλλήψεις, φυλακίσεις σεσημασμένων, βασανιστήρια στα μπουντρούμια των αστυνομικών τμημάτων. Ο εμφύλιος βομβαρδισμός των θέσεων κινηματιών στην πόλη και του αντιτορπιλικού «Ελλη» που ναυλοχούσε εντός του λιμένος. Η αποκορύφωση της αντίθεσης γηγενών – προσφύγων εξελίσσεται σε πογκρόμ εναντίον των δεύτερων. Οι σαρωτικές εκκαθαρίσειςσε Στρατό και κρατικό μηχανισμό και η επιβολή αντιδημοκρατικών μέτρων καθίστανται προπομπός της πτώσης της αβασίλευτης δημοκρατίας, παλινόρθωσηςτηςμοναρχίαςκαι επιβολής τηςδικτατορίαςτου Ιωάννη Μεταξά τον Αύγουστο του 1936. Εάν ο άναξ αναρωτηθεί γιατί το άγαλμα έχει στραμμένα τα νώτα του προς τη θάλασσα, της οποίας το άπειρο υπόσχεται φυγή και αέναο ταξίδι, θα σπεύσει να του εξηγήσει εκείνος ο ευφάνταστος, ο κατ’ ιδιότροπον δόκησιν σκεπτόμενος, κάτοικος της Καβάλας. Ο οποίος είδε τόσες φορές την ίδια εικόνα, ώστε συμμετέχει με ευχαρίστηση στη φαντασίωσή της: όταν η ημέρα συρρικνώνεται τον χειμώνα, ο ήλιος βγαίνει ανάμεσα από τα λιγνά πόδια του αλόγου φωτίζοντας την ανατολική πλευρά του συμπλέγματος. Αργοπορεί στην κεφαλή του πασά, προσδίδοντας την αίσθηση χριστιανικού φωτοστέφανου. Το φεγγάρι –συχνότερα αυτό –στέκεται καρφωμένο στο σηκωμένο χέρι με τη σπάθη, κλείνοντας αμετάκλητα την καμπύλη της ορμής του. Το άγαλμα του μεγάλου χεδίβη, βουτηγμένο στο πράσινο φαρμάκι του χρόνου, γυρίζει ανατολικά – δυτικά και η μεγάλη πλατεία περιστρέφεται δυόμισι αιώνες πίσω, με την ράχιν προς την γην.
Κάποτε ο βασιλεύς αποχωρεί από την πόλη. Τον περιμένουν οι «υποχρεώσεις» των ανακτόρων και η ερωμένη του Joyce Brittain-Jones, σύζυγος βρετανού αξιωματούχου στις Ινδίες, την οποία ο Γεώργιος ερωτεύθηκε σφόδρα, κυρία των τιμών ακολούθως της αδελφής του, πριγκίπισσας Αικατερίνης.
Παραμένει επιβλητικός στο βάθρο του ο, γεννημένος σ’ αυτόν τον βράχο από γρανίτη στις 4 Μαρτίου του 1769, Μωχάμετ Αλη πασάς, Μουχάμαντ Αλη βαλής της Αιγύπτου, Μουαμάρ Αλή, ο «δικός μας» Μεχμέτ Αλή. Ο τον κόσμον κοσμών ευεργέτης.