Οταν τον Ιανουάριο του 1818 το μυθιστόρημα «Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας» κυκλοφόρησε από έναν μικρό εκδοτικό οίκο του Λονδίνου, χωρίς στο εξώφυλλό του να αναγράφεται όνομα συγγραφέα, η ανωνυμία του έργου όχι μόνο ώθησε κάποιους κουτσομπόληδες κριτικούς σε βιαστικές υποθέσεις για την πατρότητά του, αλλά και σαν να ενεργοποίησε μια επιπλέον κακοπροαίρετη πλευρά ορισμένων. Σίγουρα, κάποιοι έκαναν λόγο για «θαρραλέα λογοτεχνία» ή για ένα μυθιστόρημα πλούσιο τόσο σε ιδέες όσο και σε γλώσσα· υπήρχαν όμως κι εκείνοι που ως τεκμήριο των αδυναμιών του κειμένου, υιοθέτησαν τις πρώτες υποψίες περί γυναίκας συγγραφέως: αν ισχύουν, έλεγε ένα από τα σχετικά σχόλια, τότε «τα ελαττώματά του επιδεινώνονται».
Οι προκαταλήψεις δεν αποδυναμώθηκαν ούτε όταν πια συζητιόταν ανοιχτά η πιθανότητα συγγραφέας του «Φρανκενστάιν» να είναι η Μέρι Σέλεϊ, σύζυγος ενός από τους σημαντικότερους άγγλους ρομαντικούς ποιητές, του Πέρσι Σέλεϊ: πολλοί πίστεψαν ότι στην πραγματικότητα, δικό του πόνημα διάβαζαν. Οι πλαγίως υποτιμητικές γνώμες δεν έλειψαν: η ιστορία θύμιζε τον μύθο του Πυγμαλίωνα ή τον Φάουστ του Γκαίτε, έλεγαν μερικοί. Ηταν αδιανόητο ότι μια νεαρή, έστω προερχόμενη από ένα οικογενειακό περιβάλλον πλούσιο σε ερεθίσματα, μπόρεσε και συνέλαβε στα 18 της χρόνια (και ολοκλήρωσε στα 19) ένα έργο τόσο διαφορετικό από τη λογοτεχνία της εποχής, που έμοιαζε να προοικονομεί μία νέα. Οπως πάντως επιβεβαιώθηκε αργότερα, κι όχι μόνο μέσα από βιογραφίες της συγγραφέως σαν εκείνη της κριτικού Μιράντα Σέιμουρ που κυκλοφόρησε το 2001, η Μέρι Σέλεϊ, κόρη της φιλοσόφου και πρώιμης φεμινίστριας Μέρι Γούλστοουνκραφτ και του πολιτικού στοχαστή και υπέρμαχου του αναρχισμού Γουίλιαμ Γκόντγουιν, διέθετε τόσο τα απαραίτητα εξωτερικά ερεθίσματα –τις συζητήσεις περί ηλεκτρισμού, χημείας και μαθηματικών που συχνά ακούγονταν σε μια καλλιεργημένη, ριζοσπαστική οικογένεια την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης –όσο και μια ενθαρρυντική πρόταση: τη διατύπωσε ο φίλος της λόρδος Μπάιρον το καλοκαίρι του 1816, όταν είχε νοικιάσει τη λεγόμενη Villa Diodati στη Γενεύη, φιλοξενώντας εκεί τη Μέρι, τον σύντροφό της Πέρσι και τον γιατρό Τζον Πολιντόρι· η ιδέα του Μπάιρον είχε να κάνει με έναν άτυπο, λογοτεχνικό διαγωνισμό γοτθικών ιστοριών τρόμου, που τόσο είχε τιμήσει αναγνωστικά η παρέα εκείνες τις μέρες.
Το σήκωνε και το κλίμα: το 1816, μέρος του πλανήτη είχε επισκιαστεί από τη στάχτη μιας ηφαιστειακής έκρηξης στην Ινδονησία και το σκηνικό Αποκάλυψης είτε έκλεινε τον κόσμο στα σπίτια του είτε τον οδηγούσε σε ταραχές. Οπως και να ‘χει, οι τρεις άντρες που συμμετείχαν στον διαγωνισμό επικεντρώθηκαν σε βαμπιρικές ιστορίες, αν και το πόνημα του Σέλεϊ αγνοείται. Η Μέρι, από τη μεριά της, έγραψε για τον νεαρό επιστήμονα Βίκτορ Φρανκενστάιν που, ενθουσιασμένος με το ενδεχόμενο να ζωντανέψει την άψυχη ύλη, συλλέγει μέλη πτωμάτων και τα ενώνει με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού. Το ειδεχθές πλάσμα που δημιουργεί, αφού δραπετεύσει, εκδικείται τον δημιουργό του και τους ανθρώπους για τη μοναχική μοίρα που του επιφυλάχθηκε.
Είτε γιατί επρόκειτο για ένα καλογραμμένο θρίλερ, είτε γιατί κάτω από την επιφάνειά του έβραζαν ερωτήματα για τη φύση και την ανεξέλεγκτη δύναμη του ανθρώπου, για τη σχέση της επιστήμης με την ηθική, καθώς και για άλλα κομβικά ερωτήματα του μοντερνισμού σχετικά με τα ζητούμενα και τα διλήμματα της προόδου, ο «Φρανκενστάιν» και το τέρας που δημιούργησε διαπέρασαν και διαπερνούν ένα σωρό μορφές τέχνης. Σταχυολογώντας αναγκαστικά, εκτός από τις αναμενόμενες, πρώτες θεατρικές διασκευές του έργου, όπως το «Presumption, or the fate of Frankenstein» του 1823 διά χειρός Ρίτσαρντ Πικ ή τη θρυλική κινηματογραφική μεταφορά του 1931 με τον εμβληματικό Μπόρις Καρλόφ στον ομώνυμο ρόλο, ομοιότητες με (και επιρροές από) το έργο της Σέλεϊ εντοπίζονται σύμφωνα με μελετητές ακόμα και στο «Φάντασμα της όπερας» (1909) του Γκαστόν Λερού, στον πίνακα «Η κραυγή» του Εντβαρντ Μουνχ, πόσω μάλλον σε εκείνον που ο Πικάσο εμπνεύστηκε από το περίφημο τέρας έχοντας κατανοήσει τη διττή φύση του και την αιώνια μοναξιά του.
Αρκετοί υπερήρωες των αμερικανικών κόμικς ήταν επίσης προϊόντα επιστημονικών ατυχημάτων –όπως ο «Απίθανος Χαλκ». Μουσικά μιλώντας, το τραγούδι «Teenage Frankenstein» (1986) του Αλις Κούπερ συνέδεε εύστοχα τα βάσανα του τέρατος με εκείνα ενός σύγχρονου εφήβου. Το «Rocky Horror Picture Show» (1975) ήταν μια μουσική παρωδία της ιστορίας και το «Young Frankenstein» (1974) του Μελ Μπρουκς μια από τις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών. Για ταινίες όπως ο «Ψαλιδοχέρης» και το «Frankenweenie» του Τιμ Μπάρτον ή εκείνη του Κένεθ Μπράνα δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, ενώ ψηλαφίζοντας τη φύση των «μηχανικών ανθρώπων» και το δέος που προκαλούν τα ρομπότ, ο Ισαάκ Ασίμοφ χρησιμοποίησε τον όρο «Σύμπλεγμα του Φρανκενστάιν», τροφοδοτώντας την ποπ κουλτούρα σε βάθος χρόνου που θα έφτανε μέχρι τον «Εξολοθρευτή», το «Jurassic Park», το «Gatacca» ή την πρόσφατη τηλεοπτική σειρά «Westworld».
Μέχρι και ένα από τα μυθιστορήματα της βραχείας λίστας του επικείμενου Man Booker International λέγεται «Frankenstein in Bagdhad»: ο συγγραφέας του, ο Ιρακινός Αχμέντ Σααντάουι, μεταφέρει τον μύθο στο μετά την αμερικανική εισβολή Ιράκ. Δεν ήταν βέβαια μόνο η εικόνα ενός ανίερου δημιουργήματος που αποκτά ζωή προκαλώντας τρομακτικές συνέπειες στον εαυτό του και την ανθρωπότητα εκείνη που έκανε τον πρωτότυπο «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ τόσο γοητευτικό εντός και εκτός των ορίων της τέχνης της. Σύμφωνοι, το έργο καταγράφηκε ακόμα και ως το πρώτο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, ένα είδος σε ανοιχτό διάλογο με τα επιτεύγματα ή τα λάθη της τεχνολογίας. Ηδη όμως από τον υπότιτλό του, «Ενας σύγχρονος Προμηθέας», υπονοούνταν κάτι πιο βαθύ για την ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στις δυνατότητες και στα δημιουργήματά του. Πλέον, το όνομα του επιστήμονα Βίκτορ Φρανκενστάιν συναντάται σε μελέτες για τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από τη χρήση των πυρηνικών όπλων, της κλωνοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης ή της βιογενετικής.
Εστω κι έτσι, η τραγική φιγούρα του τέρατος που ζωντανεύει χωρίς την παραμικρή πρόβλεψη για τις συνέπειες της μοναχικής ύπαρξής του δεν ήταν μια ηθικολογική επινόηση από τη μεριά της Μέρι Σέλεϊ. Η ίδια δεν είχε καν την ευκαιρία να φερθεί κατά τα ήθη της εποχής, όταν λ.χ. ο Πέρσι της ζητούσε να συνευρεθεί με τον καλύτερό του φίλο ή διατηρούσε παράλληλη σχέση με την ετεροθαλή αδελφή της στο όνομα του ελεύθερου έρωτα, προκαλώντας τα χάχανα του περίγυρού της. Το μυθιστόρημά της θα δημοσιευόταν με το δικό της όνομα στο εξώφυλλο μόλις στην έκδοση του 1823.
Καθόλου παράξενο λοιπόν που η συγγραφέας, περίπου διακόσια χρόνια προτού τιμηθεί με μια σειρά εκθέσεων, με την κυκλοφορία μιας νέας βιογραφίας της από τη συγγραφέα Φιόνα Σάμπσον, αλλά και με μία ακόμα ταινία για τη ζωή της και τις περιπέτειες της συγγραφής του αριστουργήματός της (ένα biopic με πρωταγωνίστρια την Elle Fanning, σκηνοθέτρια τη Χάιφα Αλ-Μανσούρ από τη Σαουδική Αραβία και βασικό χαρακτηριστικό του, σύμφωνα με το ολόφρεσκο σχετικό τρέιλερ, «μια δίκαιη, φεμινιστική φλόγα»), αισθανόταν βαθιά απογοήτευση. «Το να γίνω κάτι σπουδαίο και άξιο ήταν η εντολή που μου δόθηκε» έγραφε στο ημερολόγιό της το 1838. «Ομως η απόλυτη μοναξιά μου, ο φόβος απέναντι στην πίεση και η ανικανότητά μου να κινητοποιηθώ αν δεν καθοδηγηθώ, αγαπηθώ και υποστηριχθώ, με έχουν καταποντίσει».