Ξαφνικά (όσο ξαφνικό μπορεί να είναι το «ξαφνικά» στην ειδησεογραφία) στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου τα Μέσα σε όλον τον κόσμο μύρισαν Χόλιγουντ. Οχι όμως το εκλεπτυσμένο άρωμα που αναδύεται από τα σούρτα-φέρτα στα κόκκινα χαλιά. Αντίθετα, ένα άρωμα βαρβατίλας, σαν να ερχόταν κατευθείαν από δίδυμους αδένες. Εξάλλου και το βασικό πρόσωπο που εικονογραφούσε τα σχετικά ρεπορτάζ ενέτεινε αυτήν την αίσθηση. Ενας χοντρός κύριος, με τίποτα το χολιγουντιανό επάνω του, που λες και ο ιδρώτας του διαπερνούσε τις σελίδες και τις οθόνες. Ενας τύπος που τον φαντάζεσαι να μιλάει και να γελάει δυνατά, να κάνει χοντρά αστεία. Και που δεν θα ήθελες να καθίσεις δίπλα του σε ένα τραπέζι. Καθόλου συμπαθής φυσιογνωμικά, μοιάζει να επιβεβαιώνει τις κινηματογραφικές αναφορές του Χόλιγουντ. Αν γυριζόταν δηλαδή μια ταινία με θέμα τη σεξουαλική παρενόχληση, ο Χάρβεϊ Γουάινστιν θα ήταν, ως φιγούρα, ο βασικός «ύποπτος» για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ενα σκάνδαλο εθνικών διαστάσεων
Το σκάνδαλο είχε όλα τα στοιχεία για να πάρει τις διαστάσεις που πήρε. Καλά κρυμμένα μυστικά, σεξ, χρήμα, εξουσία, γνωστά ονόματα με φόντο χολιγουντιανές παραγωγές. Πάνω απ’ όλα όμως, ένα θέμα από αυτά που συζητιούνται sotto voce αλλά συσσωρεύουν μια τοξικότητα που κάποια στιγμή δεν μπορεί παρά να προκαλέσει έκρηξη. Κι αν υπήρχε ακόμη έστω και ένας αθώος που πίστευε ότι η σόουμπιζ είναι ένας όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, το σκάνδαλο Γουάινστιν διέλυσε τις αυταπάτες του. Αλλά μάλλον δεν υπήρχε κανείς. Οταν εμπλέκονται τόσο πολλοί σε ένα, έστω και συντεχνιακό, μυστικό, μόνο μυστικό δεν είναι. Εξάλλου οι αστυνομικές Αρχές της Νέας Υόρκης είχαν ασχοληθεί για πρώτη φορά με τον ισχυρό άνδρα του Χόλιγουντ –ιδρυτή της Miramax και της Weinstein Company και βραβευμένο τρεις φορές με Οσκαρ –το 2015. Τότε, το μοντέλο Αμπρα Γκουτιέρεζ τον είχε κατηγορήσει ότι της επιτέθηκε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, ο εισαγγελέας όμως έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν αρκετά ώστε να του ασκήσει δίωξη.
Το πουλόβερ της «κουλτούρας της συνενοχής» άρχισε να ξηλώνεται όταν το περιοδικό «New Yorker» δημοσίευσε την έρευνα για τις κατηγορίες εις βάρος τού Γουάινστιν, του 30χρονου Ρόναν Φάροου, γιου της Μία Φάροου και του Γούντι Αλεν (που, κατά παλαιότερη δήλωση της μητέρας του, ο πατέρας του μπορεί να είναι ο Φρανκ Σινάτρα). Ανάλογη έρευνα δημοσιεύτηκε και στους «New York Times». Και είναι ενδεικτικό ότι οι δημοσιογράφοι που συμμετείχαν στην έρευνα και των δύο εντύπων μοιράστηκαν το φετινό Πούλιτζερ στην κατηγορία «δημοσιογραφική προσφορά». Το σημαντικότερο διεθνώς δημοσιογραφικό βραβείο, τα μαύρα ρούχα των κυριών στις Χρυσές Σφαίρες, οι συνεχείς αναφορές στην τελετή απονομής των Οσκαρ δείχνουν ότι στις ΗΠΑ το θέμα της καταγγελίας του σκανδάλου έχει αναχθεί σε εθνική υπόθεση. Και έχω την εντύπωση ότι όλο αυτό είναι –συνειδητά ή ασυνείδητα –ένα είδος αντίδρασης και αντίστασης στην «ηθική Τραμπ».
Ο πύργος µε τα τραπουλόχαρτα
Για να επιστρέψουμε στο χρονικό της υπόθεσης, οι αποκαλύψεις άρχισαν η μία μετά την άλλη, τόσο καταιγιστικά ώστε δεν ήταν δυνατόν να αναδειχθούν καν οι προσωπικές ιστορίες. Εξάλλου ήταν παρόμοιες. Σουίτες ξενοδοχείων, απροκάλυπτες επιθέσεις, ο Γουάινστιν με μπουρνούζι, ο Γουάινστιν χωρίς μπουρνούζι, σαμπάνιες, δολώματα, εξαναγκασμοί, εκσπερματίσεις. Η Γκουίνεθ Πάλτροου που το 1996 την κάλεσε να του κάνει μασάζ, εκείνη όμως δεν το κατήγγειλε γιατί φοβόταν ότι αν το μυστικό διέρρεε θα έχανε τη δουλειά της. Η Αντζελίνα Τζολί που το 1999, ύστερα από ανάλογη εμπειρία, δεν συνεργάστηκε ξανά μαζί του. Η Ασια Αρτζέντο, η Μίνα Σορβίνο, η Σάλμα Χάγεκ όταν γύριζε τη «Φρίντα», η Ρόουζ ΜακΓκόουαν, η Λουπίτα Νιόγκο, η Παζ ντε λα Ουέρτα και πολλές άλλες. Τριάντα σχεδόν γυναίκες από τον χώρο της κινηματογραφικής παραγωγής, εκ των οποίων οι μισές ηθοποιοί, κατήγγειλαν σεξουαλική παρενόχληση και δύο βιασμό. Και κάπως έτσι ξεσκεπάστηκε η «κουλτούρα του βιασμού» (rape culture).
Το άστρο του Γουάινστιν έδυε (άρχισε να δέχεται βίαιους προπηλακισμούς στις δημόσιες εξόδους του μέχρι που τις έκοψε εντελώς), αλλά ένα νέο κίνημα γεννιόταν στις ΗΠΑ. Οι μεγάλες εφημερίδες έπεσαν με τα μούτρα πάνω στην υπόθεση που όχι μόνο πουλούσε ειδησεογραφικά, άλλα έξυνε και μια πληγή, αυτό που ονόμασαν «εθνική ομερτά». «Δεν προκαλεί κατάπληξη ότι μια βιομηχανία που χτίστηκε γύρω από ψεύτικα πρόσωπα και ψεύτικα σενάρια ισχυριζόταν τόσο καιρό ότι όλα ήταν μια χαρά. Ούτε το ότι η έννοια της ηθικής είναι τόσο ευμετάβλητη και ψεύτικη, όπως και ό,τι άλλο υπάρχει στο Χόλιγουντ της παγέτας και του στρας (…) Οπως και άλλοι, σαν τον Κλίντον και τον Τραμπ, ο Γουάινστιν εκμεταλλεύτηκε μια κουλτούρα που συχνά υμνεί, συστηματικά επιδεικνύει, ενίοτε διευκολύνει, σπάνια καταγγέλλει, ενώ πολλές φορές συγχωρεί αυτές τις συμπεριφορές» έγραφαν οι «New York Times».
Και η «Washington Post»: «Οι λεπτομέρειες όσων έκανε ο Γουάινστιν είναι αποκρουστικές. Αλλά το ίδιο αποκρουστικό είναι το ότι αποτελούσε κοινό μυστικό». Ενώ οι «Los Angeles Times»: «Οσο δεν υπάρχει η πολιτισμική αλλαγή ώστε να καταδικασθεί το γεγονός, όλα αυτά θα συνεχιστούν».
Και η «Boston Globe»: «Ο Γουάινστιν δεν αποτελεί παρέκκλιση. Είναι το προϊόν ενός μισογυνικού συστήματος βαθιά ριζωμένου στην κοινωνία, που μεταχειρίζεται τις γυναίκες ως τρόπαιο». Και προβλέπει: «Η σκόνη από την πτώση του Γουάινστιν θα διαλυθεί. Και θα μείνουν μεγιστάνες του κινηματογράφου, εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, υδραυλικοί, αστυνομικοί που θα υπερβαίνουν τα όρια και θα εκλαμβάνουν την αδράνεια των γυναικών ως συγκατάθεση».
Η αρχή έγινε µε ένα tweet
Για να μη συμβεί αυτό, η ηθοποιός Αλίσα Μιλάνο, λίγες μόνο μέρες μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου, έκανε ένα tweet: «Εάν όλες οι γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση γράψουν στο στάτους τους MeToo, ίσως μπορέσουμε να δείξουμε το μέγεθος του προβλήματος». Μέσα σε λίγες μόνο ημέρες το hashtag #MeToo αναρτήθηκε στα σόσιαλ μίντια 12 εκατομμύρια φορές ως καταγγελία ανάλογων περιστατικών. Ο Γούντι Αλεν, ο Μπεν Αφλεκ, ο Ντάστιν Χόφμαν, ο Εντ Γουέστγουικ, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και πάρα πολλοί άλλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση που αναγκάστηκαν, έστω και με μισόλογα, να παραδεχθούν και να ζητήσουν συγγνώμη. Και βέβαια ο Κέβιν Σπέισι που όταν ο 46χρονος σήμερα Αντονι Ραπ τον κατηγόρησε για επίθεση που δέχτηκε στα 14 του, είδε την καριέρα του να καταρρέει και να τον εξαφανίζουν ψηφιακά από το «House of Cards».
Ωστόσο, το σύνθημα κυκλοφορούσε διαδικτυακά περισσότερα από δέκα χρόνια. Από το 2006 που η Ταράνα Μπερκ το χρησιμοποίησε στο «αρχαίο» σήμερα MySpace για την καμπάνια της εναντίον της σεξουαλικής κακοποίησης. «Το MeToo δεν επινοήθηκε για να γίνει hashtag» λέει η ίδια. «Δημιουργήθηκε ώστε τα θύματα της σεξουαλικής βίας να ξέρουν ότι δεν είναι μόνα τους». Εχοντας υπάρξει και η ίδια θύμα επιθέσεων από αγόρια όταν, μικρή ακόμη, έπαιζε μαζί τους στις γειτονιές του Μπρονξ και του Κουίνς, δούλευε από νωρίς σε οργανισμούς που περιέθαλπαν κακοποιημένες γυναίκες. Οπως είπε όμως σε συνέντευξή της στην «Guardian», δεν ήξερε ότι το σύνθημά της συνδέθηκε με την αντίδραση που προκάλεσε το σκάνδαλο Γουάινστιν. «Τσέκαρα τους λογαριασμούς μου στα σόσιαλ μίντια όταν είδα το #MeToo να ποστάρεται από χιλιάδες γυναίκες. Και αυτό, στην αρχή, μου προκάλεσε πανικό».
Συμπτώματα νεομακαρθισμού
Το κύμα που προκάλεσε το hashtag έγινε τσουνάμι που, λόγω της αμερικανικής μιντιακής πληθωρικότητας, προκάλεσε σε κάποιες περιπτώσεις συμπτώματα νεομακαρθισμού. Με μια μη διασταυρωμένη καταγγελία, άνθρωποι βγήκαν από τον χάρτη, καριέρες καταργήθηκαν, υπολήψεις κουρελιάστηκαν. Και ήταν αυτό που προκάλεσε την αντίδραση κυρίως στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού.
Κάτι αναμενόμενο βέβαια όταν ένα αδίκημα, όπως η σεξουαλική παρενόχληση, δεν έχει απολύτως αντικειμενικό προσδιορισμό. Και ερμηνεύεται ανάλογα με την παράδοση της κάθε κοινωνίας. Η φιλοφρόνηση ενός άνδρα προς μια γυναίκα δεν είναι, για παράδειγμα, το ίδιο «ποινικοποιημένη» στις ΗΠΑ και την Ιταλία. Και αν υπάρχει ένας κίνδυνος σε αυτήν την ιστορία είναι να καταλήξει σε μια υστερία που θα θέσει εκτός νόμου το παιχνίδι της ερωτικής προσέγγισης.
Η Κατρίν Ντενέβ αντιπαρέθεσε την ευρωπαϊκή εκδοχή της ερωτικής κουλτούρας που είναι πιο φιλική στο ανδρικό φλερτ. Βέβαια, η κοινή γνώμη ήταν τόσο συμπαγής που και η ίδια, μετά τις πρώτες της δηλώσεις, διευκρίνισε ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι μια καταδικαστέα πραγματικότητα, ειδικά στον χώρο του θεάματος. Αλλωστε και η ίδια η Μπερκ έχει δηλώσει: «Δεν πιστεύω ότι όλες οι καταγγελίες είναι το ίδιο και πρέπει εξαιτίας αυτών να χάνει κάποιος τη δουλειά του. Ολα πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά πριν βγάλουμε συμπεράσματα. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα οι καταγγελίες να ακούγονται. Και σε αυτό βοηθάει το #MeToo».