«…Στο διάστημα που η Αθήνα έπαψε να ‘ναι μια πνευματική επαρχία κι ώσπου να ξαναρχίσει να γίνεται, συνέβη να ζήσει ο Ανδρέας Εμπειρίκος…»
Οδυσσέας Ελύτης.
«Πιστεύω ότι έκανα μόνο καλό. Ξεβλάχεψα ένα κομμάτι του πληθυσμού»
Πέτρος Κωστόπουλος
Δεν τους φέρνω αντιμέτωπους για να αποστομώσω, πόσω δε μάλλον για να λοιδορήσω, τον Κωστόπουλο. Ο Ελύτης ασφαλώς είναι ο Ελύτης. Ετούτο ωστόσο δεν σημαίνει –ποτέ δεν θα καταδεχόταν να το ισχυριστεί ο ίδιος –πως έχει το αλάθητο. Ο Πέτρος Κωστόπουλος, από την άλλη, δεν στάθηκε στη μεταπολιτευτική μας Ιστορία αμελητέα ποσότητα. Ως εκδότης περιοδικών τα οποία γίνονταν ανάρπαστα, ως κύριος εκπρόσωπος του καθ’ ημάς lifestyle, επηρέασε κρίσιμα την κοινή γνώμη. Διέπλασε εν μέρει μια γενιά Ελλήνων. Οφείλουμε προσέτι να του αναγνωρίσουμε πως πίστεψε πρώτος ο ίδιος στον μύθο του. Οσο κορόιδευε τους άλλους, κορόιδευε και τον εαυτό του.
Ισχυρίζονται, για να μπούμε στην ουσία, το ακριβώς αντίθετο. Ο μεν Ελύτης μάς λέει πως η Αθήνα κατά τις πρώτες οκτώ δεκαετίες του 20ού αιώνα (τότε έζησε ο Εμπειρίκος) είχε ξεφύγει από τη μοίρα της πρωτεύουσας ενός περιφερειακού, αποκομμένου από το παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι κράτους. Οτι είχε βρεθεί επιτέλους στην ίδια ταχύτητα με την Ευρώπη. Ο δε Πέτρος Κωστόπουλος υποστηρίζει πως το αστέρι του ανέτειλε σε μια κοινωνία «βλάχων».
Ο Ελύτης έχει δίκιο. Και άδικο. Πολύ πριν από το 1900, στην Αθήνα, μα και στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας (για να μην αναφέρουμε τα κέντρα του παροικιακού Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Οδησσό), υπήρχε μια πνευματική αριστοκρατία αξιόλογη. Γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, έμποροι και βιοτέχνες δεν παθιάζονταν μόνο για τη Μεγάλη Ιδέα και για το Γλωσσικό Ζήτημα, μα συνδιαλέγονταν και με τα διεθνή ρεύματα του καιρού τους. Ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι. Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη έκανε αίσθηση και εκτός των συνόρων. Οι έλληνες ζωγράφοι μεταλαμπάδευαν το ύφος της περίφημης Σχολής του Μονάχου. Ελληνικοί θίασοι δοξάζονταν φέρνοντας το κοινό τους σε επαφή και με το ξένο ρεπερτόριο. Κάποιοι προικισμένοι νέοι μετεκπαιδεύονταν στα πανεπιστήμια της Ευρώπης –και της Αμερικής ακόμα –χάρη κυρίως σε υποτροφίες, οι οποίες ευνοούσαν την κοινωνική κινητικότητα. Η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου το 1880 και η διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στάθηκαν επιτεύγματα ίσης τουλάχιστον σημασίας με την κατασκευή του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος και με την τέλεση των Ολυμπιακών του 2004.
Στην κοινωνία κυριαρχούσαν –θα μου πείτε –η φτώχεια και ο αναλφαβητισμός. Σύμφωνοι. Στην ντικενσιανή ωστόσο Αγγλία, στη Γαλλία των «Αθλίων», η πλειονότητα του πληθυσμού ζούσε καλύτερα; Τα μεγέθη απλώς διέφεραν. Περισσότεροι άνθρωποι εκεί, ασύγκριτα μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου…
Η γενιά του ’30, στην οποία ανήκει ο Ελύτης, δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Προετοιμάστηκε από τους γονείς και τους παππούδες της. Οπως συμβαίνει πάντα.
Ο Πέτρος Κωστόπουλος κάνει λάθος. Ο κόσμος τον οποίο επαίρεται ότι «ξεβλάχεψε» είχε απεμπολήσει τη «βλαχιά» του πολλά χρόνια προτού να κυκλοφορήσει το «Κλικ». Δυστυχώς.
Για ποιους μιλάμε; Για τους εσωτερικούς μετανάστες και για τα παιδιά τους. Για τα εκατομμύρια των Ελλήνων οι οποίοι –μετά τον Εμφύλιο –εγκατέλειψαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και κατέφυγαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για να ξεφύγουν αφενός από το εκδικητικό χωροφυλακίστικο κράτος, για να βρουν αφετέρου δουλειά. Για όλους εκείνους οι οποίοι στριμώχνονταν σε πολυκατοικίες – ελεγείες στο μπετόν, σε λεωφορεία και σε ανήλιαγα γραφεία. Που έτρεμαν μην τους κοροϊδέψουν, μην τους πουν «βλάχους» και αγωνίζονταν να αποβάλουν τα τοπικά τους ιδιώματα, τα πάτρια ήθη και έθιμα, να γίνουν –ή να περάσουν έστω –για πρωτευουσιάνοι. Εγδερναν την ψυχή τους. Βδελύσσονταν τις ρίζες τους. Τους ήταν προφανώς αδύνατον –μέσα σε τόσο λίγο χρόνο –να υιοθετήσουν την κοσμοαντίληψη, τον τρόπο της μεγάλης πόλης. Να γίνουν αστοί. Ετσι έμειναν μετέωροι, ορφανεμένοι από μπούσουλα και ραχοκοκαλιά.
Σε εκείνη την κατάσταση τους βρήκε το lifestyle. Στερημένους από εσωτερικές αντιστάσεις. Ετοιμους να ενστερνιστούν το μανιφέστο του καθενός πολύξερου και κοσμογυρισμένου, που θα τους δίδασκε πώς να ζουν, πώς να αισθάνονται, τι να επιδιώκουν. Ποια εντολή τούς δόθηκε; Να καταναλώνουν ακόρεστα, να πιθηκίζουν άκριτα ό,τι προερχόταν από την «προχωρημένη» Εσπερία. Φρονούσαν ειλικρινά ο Πέτρος Κωστόπουλος και οι συν αυτώ ότι έτσι θα έμπαινε η Ελλάδα στο παγκόσμιο παιχνίδι. Δίχως να κομίζει τίποτα δικό της. Ξεπατικώνοντας απλώς τα ξένα. Και φτάσαμε στο καταγέλαστο –ή αξιοθρήνητο –σημείο οι Αθηναίοι να παριστάνουν τους Νεοϋορκέζους, η Αράχοβα την Ελβετία και οι Κυκλάδες την Κυανή Ακτή. Ενώ ο Ευάγγελος Αβέρωφ, βλάχος ώς το μεδούλι, αριστοκράτης απ’ το Μέτσοβο, έμπαινε υπερήφανος με τα τσαρούχια του στο Ηρώδειο. Ενώ ο Πάτρικ Λι Φέρμορ θεωρούσε ύψιστη τιμή του να φορέσει τα κρητικά στιβάνια και το κεφαλομάντιλο.
Μακάρι να είχαμε μείνει Βλάχοι. Ή Ρουμελιώτες. Ή Πόντιοι. Οπως μένουν οι Σκωτσέζοι Σκωτσέζοι, οι Σικελοί Σικελοί και οι Βαυαροί Βαυαροί. Πιστοί στις παρακαταθήκες του παρελθόντος, προσαρμόζοντάς τες στο παρόν, μα όχι αποκηρύσσοντάς τες, θα είχαμε γλιτώσει τα χειρότερα.
Ο Νίκος Γκάτσος, με την ποιητική του διαίσθηση, μας το είχε εγκαίρως επισημάνει: «Φίλοι στην ειρήνη, σύντροφοι στη μάχη, cundu luna vini τραγουδούν οι Βλάχοι»…