Ο λαός αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αυτοσυντήρηση, την επιθυμία εθνικής ασφαλείας και την ώση προς ένα εξισορροπητικό «γαμοσταύρισμα», μια χειρονομία επιθετική, μια μπουνιά «στον Τούρκο». Ο κόσμος θέλει να ανταποδώσει στις εθνικιστικές κορόνες των γειτόνων, να αντιγυρίσει στις πολιτικές αναθεωρητισμού και καταπατήσεων. Από την άλλη, σκέφτεται τη φυλαγμένη με τόσους ιστορικούς κόπους προσωπική ησυχία. Ιδίως μετά το ’74 ο λαός ισορρόπησε με την οικονομική άνοδο στη μεγάλη εθνική ανασφάλεια. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι ακριβώς μια αγωνία για την πατρίδα αλλά μια μεγάλη αγωνία για πατρίδα, για αναφορά, για σκευή μέσα στην οποία θα χωρέσουν όλα τα περιεχόμενα, μυθολογικά, ιστορικά, αισθητικά, βιωματικά. Αλλά αυτό είναι εν τέλει πατρίδα. Τα προτάγματα και οι παραλαβές. Και ίσως δεν χρειάζεται να αφήσουμε την ανησυχία, την απορία, τη γεμάτη αντιφάσεις μαζική ανάγκη για αναφορά να κατακάτσει αιχμάλωτη στους εθνικιστικούς ναρκισσισμούς και τις ψευτομαγκιές. Η ανησυχία του κόσμου είναι μια πρώτη πολιτική ύλη, διεκδικήσιμη απ’ τη δημοκρατία, όχι εκτοπίσημη από μια πολιτικά πουριτανική καθαρολογία.
Ο καθένας βέβαια, θέλει να φανεί, να χειρονομήσει, να διακηρύξει. Θέλει μια ολική θεατότητα, μια παραστατικότητα (αυτό πουλούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι αυτό ταΐζουν). Ο καθένας θέλει να γίνει ο σημαιοφόρος μιας διαφορετικής μοίρας. Αλλά (είναι πολύ ενδιαφέρον) ο καθένας χωρίς να το συνειδητοποιεί μπορεί να βρεθεί δίπλα στους όρους της τέχνης διαστρέφοντάς τους ή και ανανεώνοντάς τους. Μια μορφή εκτεταμένου Ναΐφ.
Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες «δεσμεύτηκαν» απ’ την πατρίδα. Κατά κάποιον τρόπο το έργο τους είναι μια πατριδογνωσία και ούτω ανθρωπογνωσία. Ο πρόσφατος θάνατος του Βιτόριο Ταβιάνι (σε τι ερημιά θα βύθισε τον αδελφό του Πάολο!) με ξαναοδήγησε στο «Χάος», στη «Νύχτα του Σαν Λορέντζο», στον «Πατέρα αφέντη», την ελεγεία στην ψημένη σικελική γη, στο εμφύλιο δράμα, στην αγροτική και βουκολική Μεσόγειο σφαίρα, που πάνω τους άνθισε η μεταπολεμική αναπτυξιακή επανάσταση (Φελίνι, Αντονιόνι), η επανάσταση των ηθών (Παζολίνι), το μεγάλο πολιτικό διάνυσμα απ’ το έσχατο προλεταριάτο, στην αστική κλίμακα αξιών (Βισκόντι) αλλά και η μελαγχολική αναστροφή των τελευταίων χρόνων (Σορεντίνο). Οι Ταβιάνι δημιούργησαν μια ανάγνωση του νότιου τόπου, όπως ο Μπέργκμαν ανέπτυξε τη λουθηρανική ενδοερώτηση στον Βορρά, όπως ο Ταρκόφσκι επεξέτεινε τον ρώσικο λυρισμό, ο Ριντ, ο Ράιζ, ο Χίτσκοκ, τη βρετανική αφηγηματική ευκρίνεια. Ο ιταλός ζωγράφος Γκουτούζο, με τον μεταχρονολογημένο και απλοϊκό σοσιαλιστικό ρεαλισμό, έδειξε ανεστραμμένο αυτό που είχε συμπυκνώσει νωρίτερα ο επίσης Ιταλός Μοντιλιάνι (αυτός που τα γυμνά του έθιξαν προσφάτως έναν μετεωρολογικό Διάκονο της Νέας Δημοκρατίας), σε μια μεγάλη πολιτιστική αναλογία με τον Αυστριακό Κλιμντ, τον Νορβηγό Μουνκ, τους μεταγενέστερους Βρετανούς Μπέικον, Χόκνεϊ, Φρόιντ, Μπλέικ. Η τέχνη δημιουργεί πατρίδες, αλλά ερμηνεύει και τη λαϊκή ανάγκη για πατρίδα, τη λαϊκή επιθυμία για προσανατολισμό.
Στον θρίαμβο της αν-αυθεντικότητας και του ναρκισσισμού, το να θριαμβεύεις μέσα στην εργασία, «την απόλαυση του κειμένου», την ήπια, κερδισμένη καθημερινότητα είναι απολύτως καταδικασμένο, σε σχέση με την πόζα και την ωραιοπάθεια –το ξεβλάχεμα που λέει κι ένας σύγχρονος ποιητής.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής