Οι μουσικόφιλοι το γνωρίζουν ήδη. Η Εθνική Λυρική Σκηνή σε λίγο καιρό θα συγκαταλέγεται στα κορυφαία λυρικά θέατρα της Ευρώπης. Τόσο από ποιότητα όσο κι από πληρότητα. Και μόνο το γεγονός ότι μια μουσική με άκρως υψηλό βαθμό δυσκολίας γίνεται το απόλυτο talk of the town μιλάει από μόνο του: οι θεατές αγοράζουν εισιτήρια τρεις, τέσσερις μήνες πριν και γεμίζουν ασφυκτικά τις αίθουσες του ΚΠΙΣΝ (Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Το καλά κρυμμένο μυστικό της πόλης διαδίδεται στόμα με στόμα: στη Λυρική συντελείται ένα θαύμα.
Κατ’ αρχάς –για να τελειώνουμε με την πολυσυζητημένη μετεγκατάσταση από το Ολύμπια στο ΚΠΙΣΝ –καλά έκαναν τελικά και εγκατέλειψαν το λατρεμένο μεν, ανεπαρκές δε θέατρο Ολύμπια. Σε προσωπικό επίπεδο ομολογώ πως όποτε περνώ από την Ακαδημίας, μια νοσταλγία, όσο να πεις, με πιάνει. Νοσταλγώ τις παραστάσεις που με πήγαιναν η γιαγιά και η μητέρα μου, νοσταλγώ τις κυρίες με τα μοβ μαλλιά, τις πέρλες, νοσταλγώ το dress code του φθαρμένου μεταξιού. Νοσταλγώ, τέλος, το θρόισμα του ταφτά μιας σοπράνο δίπλα μου σχεδόν στη μικρή πλατεία του θεάτρου.
Ομως η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν, η Σιμόνη τα είπε όλα. Η όπερα σήμερα δεν είναι δυνατόν να στριμώχνεται ασφυκτικά μόνο και μόνο για να χωρέσει τις κλειστοφοβικές μας μνήμες. Οι λυρικές παραστάσεις θέλουν αέρα ν’ αναπνεύσουν, θέλουν χώρο, θέλουν υποδομές, εξοπλισμό, μηχανήματα. Πάνω απ’ όλα, θέλουν το «σήμερα». Κι αυτό το «σήμερα» μόνο το ΚΠΙΣΝ μπορεί να το προσφέρει. Μετακόμισε η Λυρική, μετακομίσαμε κι εμείς –με τα μικρά μαύρα μας φορέματα τόσο διαχρονικά όσο ο Πουτσίνι. Η φετινή χρονιά μάς χάρισε σπουδαίες παραστάσεις με κορυφαίες –κατά την ταπεινή μου γνώμη –τον «Ριγκολέτο» και την «Τόσκα» του Πετρόπουλου, την «Μποέμ» του Γκρέιαμ Βικ, τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» της Κέιτι Μίτσελ, τον «Μαγικό αυλό» του Μπάρι Κόσκι και το «Ζ» της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Δεν με ενθουσίασε η εναρκτήρια «Ηλέκτρα» (ομολογώ, ένα θεματάκι με τον Ρίχαρντ Στράους το έχω) ούτε το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Νίκου Μαστοράκη.
Στην πλειονότητά του, όμως, το πρόγραμμα, όπως το οραματίστηκε ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης, ήταν εμπνευσμένο, δυναμικό και καινοτόμο. Κάτι που, όπως διαπιστώνουμε, συνεχίζεται και στη σεζόν 2018-19: δίνεται το βήμα σε νέους δημιουργούς, αναβιώνουν μεγάλες επιτυχίες και συνεχίζονται οι συνεργασίες με τα μεγάλα λυρικά θέατρα της Ευρώπης. Που για να δεις τις ίδιες παραστάσεις πρέπει να πληρώσεις ένα εισιτήριο επτά κι οκτώ φορές επάνω –και δέκα μη σου πω. Επιπλέον, οι άνεργοι μουσικόφιλοι έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τη γενική δοκιμή της εκάστοτε παράστασης δωρεάν σε μια πολιτική κοινωνικής προσφοράς που καλό θα ήταν να βρει άμεσα μιμητές.
Λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης:
«Το νέο πρόγραμμα 2018-19 κάνει πράξη τη διεύρυνση του ρεπερτορίου της όπερας, δίνει νέο νόημα στην έννοια της εξωστρέφειας με συνεργασίες διεθνούς εμβέλειας και κύρους, ανοίγει τον δρόμο για τη διασύνδεση της λυρικής τέχνης με τις εικαστικές τέχνες, εστιάζει στην κλασική ανάγνωση των κλασικών έργων και στοχεύει στην επιστροφή στον πυρήνα της τέχνης της όπερας μέσα από τη σημερινή ματιά και τον σύγχρονο προβληματισμό».
Στη Λυρική Σκηνή συντελείται ένα θαύμα με πολλούς… συνεργούς. Από τον πρόεδρο της Λυρικής Αθανάσιο Θεοδωρόπουλο, τον Κουμεντάκη, τον διευθυντή μπαλέτου Κωνσταντίνο Ρήγο, στο δυναμικά αποτελεσματικό Γραφείο Τύπου μέχρι τους σπουδαίους λυρικούς καλλιτέχνες, τον Δημήτρη Πλατανιά, τη Χριστίνα Πουλίτση, την Τσέλια Κοστέα, τη Μυρτώ Παπαθανασίου κι άλλους άξιους ταλαντούχους ερμηνευτές που συνεισφέρουν στην πραγματοποίηση ενός μακρόπνοου μουσικού οράματος.
Γιατί το θαύμα της Λυρικής δεν οφείλεται στη «δύναμη του πεπρωμένου»*, αλλά στη γνώση, στην κατάρτιση και στη σκληρή δουλειά.
*«Δύναμη του πεπρωμένου», «La forza del destino» – Giuseppe Verdi.