ταν το 1953 που στην πόλη όπου γεννήθηκα στην ελληνική επαρχία παίχτηκε στο τοπικό σινεμά το «Ρασομόν» του Κουροσάβα. Εναν χρόνο πριν βραβευμένη ταινία με το Οσκαρ ξένης παραγωγής. Ημουν τότε έφηβος μαθητής Γυμνασίου και η εκπαίδευσή μας τα δύσκολα εκείνα χρόνια της μετεμφυλιακής τραγωδίας στόχευε σε μια ιδεοληπτική προσήλωση σε καθετί δογματικό και απόλυτο. Αντιλαμβάνεται κανείς λοιπόν τον αιφνιδιασμό της σκέψης, όταν έβλεπε ένα έργο με διεθνή προβολή να ισχυρίζεται πως η ζωή, η σκέψη, το συναίσθημα αλλά και η επιθυμία είναι υποκειμενικές και σχετικές. Ζούσαμε βέβαια στην καθημερινή υποκειμενικότητα, αφού ο καθένας μας είχε διαφορετική άποψη για τον περιβάλλοντα κόσμο, φυσικό, πνευματικό και ηθικό. Αλλά είχα διδαχθεί το δόγμα πως μία είναι η αλήθεια και κάθε αμφισβήτησή της ήταν παρέκκλιση, αμαρτία, παρανομία, διαστροφή, αμάθεια, ανωριμότητα ή επίδραση βλαπτικών επιρροών και πολιτικής προπαγάνδας.
Εκείνη η ταινία για λίγους νέους της γενιάς μου στην απομόνωση της επαρχίας έγινε ο απαγορευμένος καρπός που όμως λαχταρούσαμε να τον δρέψουμε. Οσοι είχαν πρόσβαση σε ατομικές φιλικές βιβλιοθήκες (εγώ είχα του πατέρα μου) ριχτήκαμε στο κυνήγι των γνώσεων. Και καταφύγαμε και στη φιλοσοφία και στην επιστήμη και στην ηθική και στη γνωσιολογία και με τα λίγα εφόδια που διαθέταμε μεθοδολογικά, ιδεολογικά και ιστορικά φτάσαμε έως τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τους σοφιστές και έως τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν (τότε είχαν κυκλοφορήσει τα δοκίμιά του ως απομνημονεύματα), αλλά σιγά σιγά και στους τραγικούς, κυρίως στον Ευριπίδη, τον συνομιλητή των σοφιστών.
Οι δύο «αλήθειες» στην «Αντιγόνη» που διδασκόμασταν, του Κρέοντα και της Αντιγόνης, χάρη σε ταλαντούχους δασκάλους που ευτυχήσαμε να έχουμε, μας οδήγησαν στον Εγελο που ξεκινούσε τη «Φιλοσοφία της ιστορίας» με τη διαπίστωση πως στο έργο του Σοφοκλή αντιμάχονται και συγκρούονται δύο δίκαια, όχι ένα δίκαιο και ένα άδικο. Ετσι αναδυόταν αυτονόητο το ερώτημα: «Τι είναι δίκαιο πράγματι;».
Υπήρχε βέβαια μπροστά μας ο πλατωνικός Σωκράτης που ξεμπρόστιαζε τους σοφιστές και αναζητούσε στον κόσμο των ιδεών την απόλυτη αλήθεια, αλλά στα εφηβικά μας μυαλά η γοητεία του Πρωταγόρα ή του Ζήνωνα μας ωθούσε να αμφισβητούμε (πάγια και ευλογημένη αμφισβήτηση) τα δόγματα, την απόλυτη αλήθεια κ.τ.λ.
Οταν προσπάθησα να κατανοήσω, έντρομος ομολογώ, τη ρήση του Ηράκλειτου που έλεγε πως αν έχανε κανείς όλες τις άλλες αισθήσεις του (όραση, ακοή, γεύση, αφή) και είχε μόνο την όσφρηση, θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσει μια «γλώσσα» με την οποία θα μπορούσε να κατανοεί τον κόσμο, κατέφυγα μαζί με ενημερωμένους φίλους στα βιβλία της Κέλερ, της θαυμαστής εκείνης γυναίκας που όντως τυφλή και κωφάλαλη άφησε πίσω της έξοχο έργο που διαβάζοντάς το δεν αισθάνεσαι να απουσιάζει κάτι στην προσέγγιση του κόσμου.
Οταν λοιπόν η έλλειψη μιας θεμελιώδους αίσθησης δεν σε στερεί από την πρόσληψη του κόσμου, γιατί να θεωρούμε αυτονόητο να προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Ο έξοχος Βιζυηνός στο «Αμάρτημα της μητρός μου» αφηγείται τις τύψεις της μητέρας του που κοιμισμένη πλάκωσε το μωρό της και το σκότωσε. Ο ποιητής κάποτε την οδηγεί στον Πατριάρχη στην Πόλη για την εξομολογήσει και ο άγιος εκείνος πατέρας, την ακούει, τη συγχωρεί και την απαλλάσσει από κάθε ευθύνη για τον θάνατο του τέκνου της. Οταν μητέρα και Βιζυηνός φεύγουν από το Πατριαρχείο και ο συγγραφέας τη ρωτάει αν πλέον απαλλάχτηκε από τις ενοχές, εκείνη του λέει απλά: «Ο Πατριάρχης ούτε γέννησε ποτέ ούτε έχει παιδιά».
Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη ευρωπαϊκή αμφισβήτηση της αυθεντίας που διεκδικούσε το Βατικανό και οι σχολαστικοί φιλόσοφοι, διαστρεβλωτές του Αριστοτέλη (Θωμάς ο Ακινάτης), ήρθε από τον αγγλικό εμπειρισμό που κατέρριπτε κάθε θεωρητική θέση, αν δεν την πιστοποιούσε το πείραμα. Αλλά κι αυτό μπορούσε να πείσει μόνο εφόσον δεν ερχόταν άλλο να ανατρέψει τα πορίσματά του.
Ακόμα και ο Χριστός στο Πραιτώριο αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του Ηρώδη «Τι εστίν αλήθεια;».
Αυτή λοιπόν η αμφισβήτηση της μιας αλήθειας, που στον δυτικό κόσμο ξεκινάει από τον Ομηρο και φτάνει στην Απροσδιοριστία του Χάιζενμπεργκ, υπάρχει και στην Απω Ανατολή και στην Αφρική και στους μύθους των Ινκας και στους Εσκιμώους του Βορρά.
Υπάρχει λοιπόν ένα «Φαινόμενον Ρασομόν», όπως τιτλοφορεί το έργο της η Αναστασία Παπαστάθη, το οποίο παιζόταν ώς πρόσφατα (και ελπίζω να επαναληφθεί τη νέα περίοδο) στο θέατρο Ραντάρ στον Αγιο Δημήτριο, σ’ έναν κομψό χώρο πολιτισμού με εμμονές σε έργα ποιότητας και προβληματισμούς.
Αναφέρθηκα στην αρχή στο έργο του «Κουροσάβα». Το αριστούργημα εκείνο του μεγάλου σκηνοθέτη από την Ιαπωνία ήταν βασισμένο σε διηγήματα ενός κλασικού πεζογράφου Ιάπωνα, του Ακουταγκάβα (1892 – 1927). Η Παπαστάθη αντλεί το κεντρικό θέμα από τον πυρήνα του ιάπωνα συγγραφέα και μεταθέτει την υπόθεση στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα (από την εποχή των σαμουράι στην εποχή των ιπποτών). Σκέφτομαι πόσο αυτές οι δύο μακρινές εποχές μοιάζουν με τα δικά μας ακριτικά και κλέφτικα τραγούδια.
Η Παπαστάθη δραματοποιεί τις τρεις διαφορετικές εκδοχές τριών αυτοπτών μαρτύρων μιας ληστρικής δολοφονίας. Ενας μοναχός, ένας ξυλοκόπος και μια περουκιέρισσα παρουσιάζουν την υποκειμενική, σχετικιστική τους άποψη, ενώ συνάμα και παράλληλα ένα ζεύγος ταξιδιωτών και ένας ληστής (που φονεύει τον άντρα και απάγει τη γυναίκα) καταθέτουν την τελείως διαφορετική δική τους εκδοχή. Οι γιαγιάδες μας έλεγαν: «Πες μου από πού κοιτάς να σου πω τι βλέπεις» και δεν είχαν βέβαια διαβάσει Ηράκλειτο, Ζήνωνα, Αϊνστάιν και Χάιντεγκερ.
Ζούμε μια εποχή που η σχετικότητα της αλήθειας τείνει να γίνει εμπόριο. Αλήθεια υπάρχει πού στα ισχυριζόμενα σήμερα στη Μέση Ανατολή από Ασαντ, Ρώσους, Τούρκους, Αμερικανούς, Κούρδους, Ιρανούς, ISIS;
Διαβάστε ρεπορτάζ στις εφημερίδες αυτών των δυνάμεων και έχετε τον πυρήνα του «Ρασομόν».
Θεωρώ λοιπόν ευτυχές πολιτισμικά και πολιτικά το γεγονός που μια ταλαντούχα ελληνίδα συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτρια σε μια εποχή και στον τόπο μιας ιδεολογικής και ηθικής σύγχυσης επαναφέρει προς συζήτηση με έξοχα θεατρικά μέσα το μέγα πρόβλημα του Ομήρου, του Ευριπίδη, του Νίτσε, του Αϊνστάιν και του ευαγγελιστή Ιωάννη: «Τι εστίν αλήθεια;».
Στο θέατρο Ραντάρ γίνεται σοβαρή δουλειά χωρίς πειραματισμούς της φωτιάς και χωρίς στολίδια εντυπωσιασμού.
Γιατί το έμπειρο καλλιτεχνικό προσωπικό, η πείρα της σπουδαίας Μαρίας Σκούντζου, του πολύτιμου σε ερμηνείες Νίκου Μπουσδούκου, της ίδιας της Αναστασίας Παπαστάθη και των πολλαπλώς αξιοποιημένων Δημήτρη Τσολάκη, Γιώργου Λαμπριανού και της φερέλπιδος Βίκης Κυριακοπούλου με τα κοστούμια της Πανούτσου, στη μουσική του Φορτούνα, την κίνηση του Κουτρουμπή, προτείνουν στο υποψιασμένο κοινό μια ανάγνωση της αιώνιας αμφισημίας της Ιστορίας.