Λίγα χρόνια μετά την Κατοχή, εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, ο Γιάννης Τσαρούχης είχε κάνει μία έκθεση στην Αθήνα. Η διάρκεια της έκθεσης παρήλθε χωρίς όμως να έχει πουληθεί ούτε ένας πίνακας. Την ημέρα που τους κατέβαζε πέρασε από εκεί ο φίλος του Μ. Καραγάτσης. Και ο Τσαρούχης τού είπε: «Ετσι, μόνο και μόνο για να σπάσει η γκίνια, πάρε έναν πίνακα και δώσε μου κάτι συμβολικό. Ο,τι έχεις επάνω σου». Ο Καραγάτσης τού έδωσε μία λίρα και πήρε στην τύχη περίπου ένα πορτρέτο. Το περιστατικό αυτό μεταξύ δύο φίλων καλλιτεχνών που εκτιμούσε ο ένας τον άλλον δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στην αξία ενός έργου τέχνης και στην τιμή πώλησής του καθώς δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε τι ποσόν θα έπιανε αυτός ο πίνακας τρεις δεκαετίες αργότερα.
Πώς εκτιμάται αλήθεια η αξία ενός έργου τέχνης; Εχει δίκιο ο Ιβάν Μπερντ που έκανε αυτό το πείραμα θεωρώντας ότι όλα έχουν μια τιμή; Προσωπικά δεν είμαι τόσο σίγουρη. Τουλάχιστον ως προς την αντικειμενικότητα της εκάστοτε τιμής. Αναγνωρίζω τους νόμους αγοράς αλλά πιστεύω ότι η τέχνη έχει τους δικούς της. Και ότι οι τιμές εδώ υπαγορεύονται από την επιθυμία κάποιου συλλέκτη να αποκτήσει ένα έργο. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, ότι δεν υπάρχει σε αυτήν τη λίστα η «Νυχτερινή περίπολος» του Ρέμπραντ; Τον καθιστά λιγότερο σπουδαίο πίνακα;
Και τι γίνεται με την άυλη τέχνη; Πώς μπορεί να εκτιμηθεί ένα έργο του Σαίξπηρ; Ενα ποίημα του Σολωμού; Με την αξία ενός χειρογράφου τους; Αυτό αφορά τους συλλέκτες, όχι το κοινό. Μήπως θα έπρεπε δηλαδή να τιμολογούνται και τα εισιτήρια στο θέατρο ανάλογα με τον συγγραφέα του έργου; Θεωρώ, με δυο λόγια, ότι η τέχνη δεν μπορεί εύκολα να τιμολογηθεί για τον απλό λόγο ότι δεν γίνεται ακριβώς για να πουληθεί. Ακόμη κι αν ο ζωγράφος ζωγράφιζε ή ο συγγραφέας έγραφε προς βιοπορισμό.