«Μαδάει λίγα απ’ τα φτερά του, ν’ αλαφρώσει»
Γιάννης Ρίτσος («Μονόχορδα»)
Η απουσία δημιουργεί στην αρχή μια ψευδαίσθηση απελευθέρωσης. Αργότερα συνειδητοποιείς την ελαφρότητα.
Είναι μια αβάσταχτη ελαφρότητα που σε κάνει να νιώθεις αβαρής και ασήμαντος.
Χάσκει στη συνείδησή σου μια τρύπα, απ’ όπου ενάντιοι άνεμοι βρίσκουν και εισβάλλουν ορμητικά για να διασκορπίσουν όσα είχαν τακτοποιηθεί εντός σου με επίμοχθες προσπάθειες και με τίμημα ακριβό.
Τότε καταφεύγεις πανικόβλητος στο παρελθόν. Μπορείς να ψάξεις, δηλαδή, να βρεις μια παλιά φωτογραφία και να την κοιτάς καθημερινά μέχρι να ανακαλύψεις απροσδόκητα ένα δέντρο. Ενα δέντρο που ακουμπούσε επάνω του ο αγαπώμενος.
Τι κάνεις τότε;
Οργανώνεις –προς γενική έκπληξη –μιαν εκδρομή στο απόμακρο εκείνο δάσος, αποκόβεσαι από την παρέα και περιφέρεσαι στα σκιερά μονοπάτια του μόνος. Υστερα, σε μια στιγμή χαιρέκακη, βρίσκεσαι ενώπιος ενωπίω. Με το δέντρο, εννοώ, της φωτογραφίας.
Βγάζεις τότε τον αναπτήρα σου και εκδικητικά το πυρπολείς.
Αυτός είναι, φαντάζομαι, ένας από τους λόγους που τα καλοκαίρια ιδιαίτερα –γιατί τα καλοκαίρια, παρά τα όσα λέγονται για την άνοιξη, είναι η σκληρή εποχή του έτους –ξεσπούν πυρκαγιές σε ολόκληρη τη χώρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν πάση περιπτώσει, καταλήγει, καταντάει ίσως κανείς, να τρέφει αισθήματα συμπάθειας και συμπόνιας για παρεξηγημένα πρόσωπα της ιστορίας (για τον Ηρόστρατο, φέρ’ ειπείν, ή αργότερα για εκείνον τον μισερό Νέρωνα) και να τα αθωώνει τελεσίδικα. Ο,τι και να του πουν αυτός διαισθάνεται πως η μόνη αιτία της κακουργίας τους υπήρξε η επιθυμία ανάκλησης προσώπου απόντος και αγαπημένου.
Η επιστροφή από το δάσος των αναμνήσεων γίνεται πάντα με βήματα βαριά και αργόσυρτα, η δε αλλόκοτη αυτή τελετουργία αποδεικνύεται βεβαίως μάταιη. Γιατί αβαρής παραμένεις ακόμα κι ασήμαντος.
Φημολογείται πως όσοι χάνονται ανεπίστρεπτα ξεθωριάζουν με τον χρόνο. Το αντίθετο, νομίζω, συμβαίνει. Εμείς ξεβάφουμε και στεγνώνουμε, και απορούμε, και δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε, για ποιο λόγο μάς μένει η απουσία σαν ένα αγκάθι στο χέρι για τόσα πολλά χρόνια και δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα μας.
Η μόνη ελπίδα που μας απομένει –από τη στιγμή που δεν γίνεται να τα βγάλουμε ποτέ τα αγκάθια από το κορμί μας –είναι να οικειοποιηθούμε τους προσωπικούς τρόπους, τις ατομικές συμπεριφορές, ακόμα και τα σωματικά χαρακτηριστικά, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα εκείνου που χάθηκε.
Αδιόρατες χειρονομίες και μορφασμούς οικείους που κάποτε μας σφράγισαν ανεξίτηλα.
Η σωτηρία δεν είναι πάντως και σ’ αυτήν την περίπτωση σίγουρη. Ωστόσο η «μεταφορά» και η «συγκατοίκηση» με το αγαπημένο και απόν πρόσωπο λειτουργεί κατευναστικά και παρηγορητικά. Αφού ο χρόνος έτσι συγκροτείται και παίρνει υπόσταση. Με τα πρόσωπα.
Κι εμείς από πρόσωπα συγκροτούμαστε, και υπάρχουμε μόνο όσο εξακολουθούμε να τα κουβαλάμε μέσα μας.
Ο Ανδρέας Μήτσου είναι συγγραφέας