Ας μη σταθεί κανείς σε όσα έλεγε ως αντιπολίτευση η σημερινή κυβέρνηση για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα –δεν θα είναι δα και η πρώτη αντίφαση. Αξίζει όμως να σταθεί σε όσα πράττει. Στο γεγονός ότι το Μνημόνιο που η ίδια συνομολόγησε και υπέγραψε απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,1 δισ. ευρώ (1,75% του ΑΕΠ) για να «περισσέψουν» τελικά 7,4 δισ. ευρώ (4,2% του ΑΕΠ). Τι σημαίνει αυτό; Οτι η κυβέρνηση επέβαλε στους πολίτες ένα επιπλέον εξοντωτικό Μνημόνιο ύψους 4 δισ. ευρώ. Ενα Μνημόνιο αχρείαστης λιτότητας.
Αυτό σημαίνει ακόμη ότι η κυβέρνηση επέλεξε να ακολουθήσει μια πολιτική αφαίμαξης των πολιτών. Και επέλεξε αυτή την πολιτική σε μια αγορά που είχε ήδη στεγνώσει και μια οικονομία που αναζητούσε ανάσες ρευστότητας. Η επιλογή δε αυτή έγινε εις βάρος των θέσεων εργασίας που θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί εάν οι παραγωγικοί κλάδοι της οικονομίας δεν υποχρεώνονταν να αποδίδουν τεράστια ποσά στο κράτος σε φόρους και εισφορές. Ακόμη χειρότερα, αυτή η επιλογή συνοδεύτηκε από μια άλλη: εκείνη της μη απόδοσης των οφειλών του κράτους στους ιδιώτες –ακόμη και η έκδοση των νέων συντάξεων έπεσε θύμα αυτής της πρακτικής.
Σε τι αποσκοπεί η κυβέρνηση με αυτήν την αφαίμαξη; Στη δημιουργία ενός μεταμνημονιακού μαξιλαριού, το οποίο θα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν και θα εμφανίσει ως κοινωνική πολιτική για προεκλογικούς λόγους. Μόνο που κοινωνική πολιτική με κρυφά Μνημόνια δεν νοείται. Κι έπειτα, κανένα μαξιλάρι δεν ανακουφίζει ένα κοινωνικό σώμα που έχει υποστεί τέτοιον πόνο.