Ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ η αχρείαστη λιτότητα της τελευταίας διετίας όπως αποδεικνύεται από τα επίσημα στοιχεία για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Με την υπερφορολόγηση να έχει χτυπήσει κόκκινο, την πραγματική οικονομία να συμπιέζεται υπό το βάρος απλήρωτων υποχρεώσεων του Δημοσίου και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων να συρρικνώνεται έναντι των προβλέψεων, το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζει πλεονάσματα υπερπολλαπλάσια των δεσμεύσεων του Μνημονίου. Οι αριθμοί ευημερούν, όχι οι πολίτες.
Η Eurostat επικύρωσε χθες χωρίς αστερίσκους τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017, μετά και την καταβολή κοινωνικού μερίσματος, διαμορφώθηκε πέρυσι στο 4% του ΑΕΠ (4,2% του ΑΕΠ με βάση τους όρους του προγράμματος οικονομικής πολιτικής) όταν το Μνημόνιο απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ.
Το ίδιο σκηνικό είχε στηθεί και το 2016. Το Μνημόνιο απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ αλλά στο τέλος της χρονιάς προέκυψε 4,2% του ΑΕΠ (3,9% με βάση τους κανόνες της Eurostat).
Πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σε ομιλία του στη Βουλή είχε λίγο πολύ δηλώσει ότι η κυβέρνηση δεν θέλει αυτή την υπεραπόδοση. «Δεν το θέλουμε» είχε πει «αλλά ζοριστήκαμεγι’ αυτό, γιατί, πρώτον, υποτιμούν την απόδοση των μέτρων για την κάθε φορολογία, δεν παίρνουν υπόψη κάποια από τα επιχειρήματα, ότι μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερη ύφεση και δεν παίρνουν υπόψη τα μη παραμετρικά μέτρα για την φοροδιαφυγή». Για «ματωμένο πλεόνασμα» έκανε λόγο χθες ο Νίκος Ξυδάκης σημειώνοντας ότι δημιουργήθηκε με χρήματα που έχουν βγει από την πραγματική οικονομία.
Είτε το θέλει η κυβέρνηση είτε συμβαίνει κατά λάθος, πρακτικά το 2016 η ελληνική κοινωνία φορτώθηκε με αχρείαστη λιτότητα 6,4 δισ. ευρώ (η διαφορά ανάμεσα στις απαιτήσεις του Μνημονίου και στο τελικό αποτέλεσμα) και επιπρόσθετα 4,3 δισ. πέρυσι. Λογαριασμός που αντιστοιχεί σε τρεις ετήσιες βεβαιώσεις ΕΝΦΙΑ.
Το υπουργείο Οικονομικών με ανακοίνωσή του υποστηρίζει ότι «η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 4% του ΑΕΠ για το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, αποδεικνύει για μια ακόμα χρονιά την αξιοπιστία της δημοσιονομικής διαχείρισης» προσθέτοντας πως «τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι όχι μόνο είναι εφικτός ο στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και τα επόμενα χρόνια, αλλά και ότι θα υπάρξει ο δημοσιονομικός χώρος για στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές δαπάνες κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο».
Η αξιωματική αντιπολίτευση, από την πλευρά της, με δήλωση του αρμόδιου τομεάρχη Χρήστου Σταϊκούρα, σημειώνει πως «η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου το 2017, για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, οφείλεται αποκλειστικά στη συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να υπερφορολογήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, να επιδοθεί σε ανελέητο κυνήγι κατασχέσεων και αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, αλλά και να διευρύνει την εσωτερική στάση πληρωμών σε αναπτυξιακά κρίσιμους τομείς, όπως είναι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων».

ΜΑΧΗ. Η υπέρβαση των μνημονιακών στόχων αναφορικά με τα πλεονάσματα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά θα επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση ώστε να αποκρουστούν οι δεδομένες πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για εφαρμογή των ψηφισμένων περικοπών σε συντάξεις και αφορολόγητο ταυτόχρονα από την 1η Ιανουαρίου 2019. Το επιχείρημα μέχρι σήμερα δεν έχει βρει ανταπόκριση από την πλευρά του Ταμείου. Σε αντιδιαστολή με διαπραγματεύσεις των προηγουμένων ετών, όταν το ΔΝΤ θεωρούσε ότι δεν θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους (το Ταμείο πίεζε για χαμηλότερα πλεονάσματα), τώρα προβλέπει ότι το 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 3,5% του ΑΕΠ, όσο απαιτεί το πρόγραμμα. Παρότι δεν έχει διευκρινιστεί από την πλευρά του με την εφαρμογή ποίων μέτρων προβλέπει επίτευξη του στόχου, η ανησυχία εδράζεται στην αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ενώ επισημαίνεται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα πρέπει να επιτυγχάνονται με φιλικά προς την ανάπτυξη μέσα. Με αυτό το σκεπτικό επιμένει στη μείωση του αφορολογήτου έως και τα 5.700 ευρώ, τονίζοντας την ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Εχει δείξει με τη στάση του μέχρι σήμερα πως λίγο θα βαρύνουν στις τελικές του αποφάσεις τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2017.

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ. Την ίδια ώρα ευρωπαϊκές πηγές θεωρούν ανεδαφικές τις προσδοκίες που διατυπώνονται από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, σύμφωνα με τις οποίες τυχόν ταχύτερη εφαρμογή του μειωμένου αφορολογήτου από το 2019 θα μπορούσε να «ανταλλαγεί» με καθυστέρηση εφαρμογής των περικοπών στις συντάξεις έως και κατά 18% για ένα χρόνο. «Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται» διαμηνύεται αρμοδίως.
Από τις ανακοινώσεις της Eurostat προκύπτει ακόμα ότι το δημόσιο χρέος μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ από 180,8% το 2016 στο 178,6% το 2017, αλλά αυξήθηκε σε απόλυτα μεγέθη από 315,009 δισ. σε 317,407 δισ. ευρώ. Το ΑΕΠ διαμορφώθηκε πέρυσι σε 177,335 δισ. έναντι 174,199 δισ. το 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα έσοδα γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκαν σε 86,77 δισ. ευρώ, οριακά μικρότερα από 87,36 δισ. του 2016 , ενώ οι δαπάνες ανήλθαν σε 85,322 δισ. έναντι 86,271 δισ. το 2016.