Ας θέσουμε μερικά ερωτήματα όσο πιο απλά μπορούμε. Εχουν κάποιον αντίκτυπο τα βραβεία Ιρις της Ακαδημίας Κινηματογράφου; Πριν απαντήσουμε πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοούμε χρησιμοποιώντας τη λέξη «αντίκτυπος». Θα μπορούσαν να παρακινήσουν το κοινό να αναζητήσει τις βραβευμένες ταινίες; Μήπως πρέπει πριν απ’ όλα να διευκρινίσουμε τι εννοούμε χρησιμοποιώντας τη λέξη «κοινό»; Προφανώς, εννοούμε το κοινό που σηκώνεται μαζικά από τις πολυθρόνες του σπιτιού του για να παρακολουθήσει μια ελληνική ταινία. Κατά μέσο όρο, ο Ελληνας πηγαίνει στο σινεμά μια φορά τον χρόνο (κι όμως, είναι αλήθεια, τα νούμερα αυτό λένε). Πριν από την Ακαδημία, είχαμε τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, και φυσικά έχουμε ακόμα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (δίχως να υπάρχει καμία ανησυχία για τη μακροβιότητα τού –ανεβασμένου τελευταία –θεσμού). Γιατί το κοινό εγκατέλειψε την ελληνική ταινία εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Εφταιγε το ίδιο το σινεμά, έφταιγαν οι αποθεωτικές κριτικές για ταινίες που πιθανότατα δεν το άξιζαν, έφταιγε η ανεμελιά της μεταπολιτευτικής Ελλάδος (που δεν ήθελε να πολυσκοτίζεται με βαρείς προβληματισμούς) ή οι άκυρες βραβεύσεις; Λίγο απ’ όλα, για να δώσουμε επιτέλους μια απάντηση.
Τα Κρατικά Βραβεία τώρα εξαφανίστηκαν, ελαφρύνοντας τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού και στερώντας τους έλληνες κινηματογραφιστές από μια κάποια οικονομική ανταπόδοση (ύπουλο το κόλπο που παίχτηκε στις πλάτες τους), μας προέκυψε όμως μια Ακαδημία. Και ποιος τελικά ο αντίκτυπός της; Δυστυχώς, όχι αυτός που θα επιθυμούσε η ίδια. Ας ρίξουμε μια ματιά στις υποψήφιες ταινίες. Πόσες από αυτές βρέθηκαν στις ελληνικές αίθουσες; Δυστυχώς, όχι όλες. Θα πάει ο κόσμος να δει τις (υπέροχες!) «Γυναίκες που πέρασαν από εδώ» του Σταύρου Τσιώλη βασισμένος στις υποψηφιότητες της Ακαδημίας; Φοβάμαι πως όχι. Το πιθανότερο είναι να σκεφτεί πως η ταινία έχει ήδη περάσει από τις αίθουσες δίχως να το πάρει χαμπάρι όταν, στην πραγματικότητα, προβλήθηκε μονάχα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Οπως δεν πήρε χαμπάρι ταινίες όπως «Ο γιος της Σοφίας» της Ελίνας Ψύκου, «Πολυξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου και «Lines» του Βασίλη Μαζωμένου, όπως αγνόησε το «Do it yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη και το «Αγκάθι» του Γαβριήλ Τζάφκα, ταινίες που άξιζαν σαφώς μια καλύτερη μοίρα (δηλαδή, περισσότερους θεατές).
ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ; Παίζονται αυτές οι ταινίες στις αίθουσες τώρα; Οχι. Θα ξαναβγούν στις αίθουσες σε περίπτωση βράβευσης τους; Οχι! Γιατί οι διανομείς τους ξέρουν πως τα βραβεία δεν «εξαργυρώνονται». Οπότε ποιος ο λόγος που έχουμε Ακαδημία και όχι Κρατικά Βραβεία; Α, με συγχωρείτε, αυτό το απάντησα πιο πάνω. «Το παγκόσμιο σινεμά αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις» είπε ο πρόεδρος της ΕΑΚ Βασίλης Κατσούφης τονίζοντας πως «το υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να σταματήσει να ασχολείται αποσπασματικά με τον κινηματογράφο». Πρώτα όμως ευχαρίστησε τον Αλεξάντερ Ντεσπλά για τη παρουσία του. Τώρα η τελετή ξεκίνησε ως χαριτωμένο τρολάρισμα, με τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Γιώργο Πυρπασόπουλο να ανταλλάσσουν αστειάκια («Ευχαριστούμε τον πρόεδρο και όλους τους προέδρους») μέχρι που οι ατάκες άρχισαν να επικεντρώνονται στα «δεινά» του ελληνικού σινεμά. Αλλωστε το εναρκτήριο τραγούδι του Σπύρου Γραμμένου (ένα χλιαρό σουίνγκ, απ’ αυτά που για κάποιο λόγο είναι δημοφιλή σε τέτοιες εκδηλώσεις) αναφερόταν στο ελληνικό σινεμά, λες και είναι κυριολεκτικά νεκρό από τη δεκαετία του 1960.
Ορίστε δύο από αυτά τα αστεία: «Η προηγούμενη ταινία σας έκοψε τέσσερα εισιτήρια και τώρα ζητάτε 180.000 ευρώ; ρώτησε το Κέντρο έλληνα σκηνοθέτη –“δεν θα κάνω ταινία, θέλω να πάρω ένα σπίτι”, απάντησε εκείνος». «Φοροαπαλλαγή υπόσχεται το υπουργείο Οικονομικών σε όποιον παρακολουθεί νέο ελληνικό σινεμά. “Προτιμούμε να πληρώνουμε ΕΝΦΙΑ” απαντούν τα συνδικάτα». Με άλλα λόγια, τα περισσότερα αστεία έλεγαν το ίδιο πράγμα στο κόσμο που τα παρακολουθούσε: Μπράβο σας, καλά κάνετε που δεν βλέπετε ελληνικό σινεμά, δεν αξίζει τον κόπο.
Ανέβηκε και ο Αλεξάντερ Ντεσπλά να παραλάβει το τιμητικό του βραβείο, ξεκινώντας με τις λέξεις «Γάλλος είμαι, αλλά είμαι μισοέλληνας και μισοέλληνας είναι Ελληνας!» στα ελληνικά. Μετά, το γύρισε στα αγγλικά: «Η Ελλάδα ήταν στην καρδιά μου απ’ όταν γεννήθηκα, ο πολιτισμός αλλά και ειδικά η μουσική, το σινεμά, ο Ρίτσος, ο Χατζιδάκις, ο Κακογιάννης, ο Καζαντζάκης… Δεν θα ήμουν συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής αν δεν άκουγα την ελληνική μουσική που έβαζε η μητέρα μου στο σπίτι. Ο κόσμος πρέπει να δει το ελληνικό σινεμά, χρειαζόμαστε τις ταινίες σας, κάντε όσο πιο πολλές μπορείτε για να τις δει όλος ο κόσμος. Μάκη, Γιώργο, δεν κατάλαβα τίποτα αλλά γέλασα πολύ, που σημαίνει πως είστε καλοί κωμικοί». Ολοκληρώνοντας, η βραδιά έκλεισε με την τριπλέτα βραβείων σεναρίου / σκηνοθεσίας / καλύτερης ταινίας στον «Γιο της Σοφίας». Το οποίο αναπόφευκτα με οδηγεί στο ερώτημα που έθεσα λίγο πιο πάνω.
Ο τελικός απολογισμός της βραδιάς: πρώτος σε βραβεία ο «Γιος της Σοφίας», που εκτός από τα τρία προαναφερθέντα κέρδισε και εκείνα του Β’ ανδρικού ρόλου (Θανάσης Παπαγεωργίου) και της σκηνογραφίας. Ακολούθησαν με τέσσερα βραβεία η «Πολυξένη» της Δώρας Μασκλαβάνου –Α’ γυναικείου ρόλου (Κάτια Γκουλιώνη), Β’ γυναικείου (Λυδία Φωτοπούλου), φωτογραφίας, πρωτότυπης μουσικής –και το «Τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη –Α’ ανδρικού ρόλου (Ανδρέας Κωνσταντίνου), ενδυματολογίας, ήχου, μακιγιάζ. Το «Do It Yourself» του Δημήτρη Τσιλιφώνη έφυγε με τα βραβεία μοντάζ και ειδικών εφέ, ο Λευτέρης Χαρίτος με τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και καλύτερου ντοκιμαντέρ για το «Dolphin Man», ενώ το «Copa Loca» του Χρήστου Μασσαλά κέρδισε το βραβείο ταινίας μικρού μήκους.