Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στην Τουρκία αποτελεί μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα καθώς ξεκαθαρίζουν μέσα στους επόμενους δύο μήνες το θολό πολιτικό τοπίο και η αβεβαιότητα στη γειτονική χώρα. Διαφορετικά η αβεβαιότητα θα σερνόταν για πολλούς μήνες (μέχρι τον Νοέμβριο 2019) με πλειοδοσίες άκρατου εθνικισμού. Και δυστυχώς κάτω από τις κρατούσες πολιτικές πραγματικότητες στη χώρα, με την απουσία μιας ενωμένης γνήσια δημοκρατικής αντιπολίτευσης, είναι προτιμότερη η επανεκλογή Ερντογάν. Better the devil you know. Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ακόμη περισσότερο τοξική σε ακραίο εθνικισμό και παράλογες θέσεις απέναντι στην Ελλάδα. Εκτίμησή μου είναι ότι, πρώτον, οι εκλογές και η μετεκλογική πραγματικότητα δεν θα αλλάξουν την προσέγγιση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, αν και μπορεί να αλλάξουν το στυλ και η ρητορική (και μάλλον την αλλάζουν). Και δεν θα αλλάξει γιατί η τουρκική στάση δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας νευρικής αντίδρασης όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Είναι το αποτέλεσμα καλά επεξεργασμένης στρατηγικής που θα συνεχιστεί. Δεύτερον, μετά τις εκλογές και για πολλούς λόγους ο Ερντογάν θα επιχειρήσει «να πλησιάσει», να ενισχύσει τη σχέση με την Ευρώπη. Αλλη επιλογή για το ορατό μέλλον δεν έχει. Θα θελήσει να δείξει δηλαδή ότι η Τουρκία «δεν απομακρύνεται από την Ευρώπη» όπως γράφει η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χώρα, αλλά, όπως είπε και το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών στην τοποθέτησή του για την εν λόγω έκθεση, «η ένταξη παραμένει στρατηγική προτεραιότητα για την Τουρκία».
Με δεδομένο επομένως ότι η επιθετική προσέγγιση της Τουρκίας θα συνεχιστεί, το ερώτημα είναι: Τι κάνει η Ελλάδα; Η απάντηση είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται από την πλευρά της μια νέα ολοκληρωμένη στρατηγική απέναντι στην Τουρκία. Η στρατηγική όμως αυτή θα πρέπει να εκκινεί από μια προσπάθεια κατανόησης της Τουρκίας, ανάγνωσης «της αλήθειας των άλλων», όπως θα έλεγε ο μεγάλος Νίκος Θέμελης. Και για να κατανοήσουμε, όχι να δικαιολογήσουμε, τη συμπεριφορά της Τουρκίας θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα παθογενή σύνδρομα από τα οποία υποφέρει (περικύκλωσης – αποκλεισμού, διάλυσης, απόρριψης – κατωτερότητας). Και αφού επίσης συνειδητοποιήσουμε ότι τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν με «όρους ισχύος» (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να έχουμε την πλέον αποτελεσματική αποτρεπτική δύναμη), να χαράξουμε μια στρατηγική που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, τη θέση και τον ρόλο μας δηλαδή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την αρμονία των θέσεών μας με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, χωρίς όμως να διολισθαίνουμε σε νομικίστικες, λεγκαλιστικές προσεγγίσεις.
Στη λογική αυτή νομίζω ότι κινούνται οι προτάσεις για τον σχεδιασμό μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής της προέδρου του ΚΙΝΑΛ Φώφης Γεννηματά. Αξιοποιώντας και τις πρόσφατες τοποθετήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στη λογική του «Ελσίνκι», προτείνει την εγκατάλειψη από πλευράς Τουρκίας των απαράδεκτων θέσεων και διεκδικήσεων ή την παραπομπή του θέματος των Ιμίων στο Διεθνές Δικαστήριο για ειρηνική επίλυση. Και ταυτόχρονα η Ευρωπαϊκή Ενωση να προχωρήσει στην εγγύηση των εξωτερικών της συνόρων, πρόταση πολλαπλής σημασίας που, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται, μπορεί να υλοποιηθεί. Εχουμε έτσι ένα νέο «Ελσινσκι» που οικοδομεί πάνω στο παλαιό και διαχρονικά έγκυρο.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών