«Απάτη σε μαύρο φόντο»: Την περίοδο 2008 – 2009, δώδεκα άνθρωποι έστησαν στη Γαλλία μια τεράστια απάτη που δεν άργησε να έχει ευρωπαϊκό αντίκτυπο. Οι συμμετέχοντες στο «μεγάλο κόλπο» αγόραζαν σε μια χώρα της ΕΕ δικαιώματα εκπομπών ρύπων χωρίς να πληρώνουν ΦΠΑ και, κατόπιν, τα πωλούσαν σε άλλη μαζί με τον ΦΠΑ. Σύμφωνα με υπολογισμούς που έγιναν αργότερα, η απάτη στοίχισε 1,6 δισ. ευρώ στη Γαλλία και 5 δισ. σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, το 2017, τα 12 αυτά άτομα ήρθαν αντιμέτωπα με τη Δικαιοσύνη, με τη μεγαλύτερη ποινή να ισούται με 8 χρόνια φυλάκισης.
Τώρα, ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Μαρσάλ είναι ένας τεχνίτης που έχει δοκιμαστεί σε είδη εμπορικά, αποδεικνύοντας πως κατέχει και το ταλέντο και την τεχνογνωσία. Μπορεί δηλαδή να πατήσει σε αμερικανικά μονοπάτια αφήγησης, δίχως όμως να χάσει την ευρωπαϊκή του πυξίδα. Και εδώ βάζει στο μικροσκόπιο ένα σκάνδαλο που συντάραξε τη Γαλλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη ξεκινώντας, θαρραλέα θα έλεγε κανείς, την ταινία με ένα έγκλημα που… την κλείνει κιόλας. Διαγράφει δηλαδή έναν τέλειο αφηγηματικό κύκλο με ένα μεγάλο flashback, ξεκινώντας από τη ζωή του Αντουάν που βιώνει το επώδυνο ξεκίνημα της περιβόητης οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Ετσι, ο ήρωας μας, ο Αντουάν (Μπενουά Μαζιμέλ), καθώς κινδυνεύει να χάσει την επιχείρησή του λόγω ρευστότητας και αναζητώντας έναν τρόπο να βγάλει γρήγορα χρήματα ώστε να μπορέσει να σώσει τόσο τη δουλειά του όσο και την αξιοπρέπειά του καταστρώνει ένα σχέδιο για την κλοπή των φορολογικών κονδυλίων που διανέμει η γαλλική κυβέρνηση, και σιγά σιγά βυθίζεται σε ένα σύμπαν όπου κυριαρχούν η διαπλοκή και το έγκλημα.
Αλλά ο κοινωνικός ιστός στον οποίο εναντιώνεται είναι διαβρωμένος από την αρχή και η ταινία δεν χάνει ευκαιρία να το υπερτονίσει ενώ στυλιστικά δανείζεται στοιχεία και από το γαλλικό νουάρ αλλά και από τη μοντέρνα εκδοχή του που παρουσίασε ο Μάικλ Μαν. Είναι, με άλλα λόγια, ένα φιλμ που το παρακολουθείς με αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι τέλους –και μέχρι εκεί. Μη ζητάτε περισσότερα αυτή την εβδομάδα.
Ολοι οι καλοί χωράνε
«Εκδικητές: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας»: Ο Θάνος είναι ο υπερκακός τούτου εδώ του φιλμ ο οποίος θέλει να εξολοθρεύσει τον μισό πλανήτη Γη από… αλτρουισμό. Γιατί; Επειδή είδε τον δικό του πλανήτη να καταστρέφεται από την κατάχρηση των φυσικών του πόρων. Ετσι, οι Εκδικητές συστήνουν µία οµάδα µε µέλη από όλο, κυριολεκτικά, το κινηµατογραφικό σύµπαν της Marvel: Αϊρον Μαν, Σπάιντερ Μαν, Χαλκ, Θορ, Ντόκτορ Στρέιντζ και άλλοι τόσοι πολεμούν για το καλό του κόσμου στη Γη και το Διάστημα. Αξίζουν, πρέπει να πω, συγχαρητήρια στους ανθρώπους των ειδικών εφέ. Ψεύτικα (δηλαδή άυλα καθότι ψηφιακά) όλα τους, αλλά αρκούντως πειστικά –πραγματικά κομψοτεχνήματα. Πέραν τούτου, σε κάθε διασταύρωση δράσεων που οδηγεί με τη σειρά της στην επόμενη, η αγωνία ολοένα και μειώνεται. Τι κι αν απειλούνται κι αν περιστασιακά πεθαίνουν οι διάσημοι σούπερ ήρωες; Στο τέλος όλοι ανασταίνονται λίγο πολύ. Και υπάρχει πάντα αυτό το ύπουλο ζήτημα της παγκόσμιας –και αναγκαίως επιβεβλημένης –ηθικής…
Υπέροχη Γιασμίν
«Η ασυμβίβαστη»: Ακόμα με θυμάμαι να φεύγω αποσβολωμένος από το «Fortunata» μετά την προβολή του στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών. Είχα δει μια όμορφη ταινία ναι, αλλά περισσότερο απ’ αυτό είχα μαγευτεί από την πρωταγωνίστρια του, τη Γιασμίν Τρίνκα που τελικά κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ. Εδώ ενσαρκώνει την Φορτουνάτα που παλεύει να καταφέρει όλα όσα έχει ονειρευτεί ανοίγοντας ένα κομμωτήριο, κάνοντας ό,τι καλύτερο ως μητέρα και αντιμαχόμενη τον βίαιο πρώην σύζυγό της. Οι Ιταλοί έχουν μακρά παράδοση στο να στήνουν δυνατά δράματα γύρω από το δράμα μιας γυναίκας (από την εποχή του «Μπελίσιμα» του Βισκόντι αυτό!) και ο Σέρτζιο Καστελίτο που σκηνοθετεί (και εμφανίζεται) σε αυτή τη παράδοση ανατρέχει. Το τελικό αποτέλεσμα, δίχως να αγγίζει μεγάλες κορυφές, εντέλει τον δικαιώνει. Οι φίλοι του ιταλικού σινεμά ας μη διστάσουν. Α, ξέχασα, εμφανίζεται και η Χάνα Σιγκούλα.
Με την κλασική συνταγή
«Η οικογένειά μου σε λατρεύει»: Φαινομενικά ντροπαλός νέος στήνει ολόκληρη φιέστα χορού στο δρόμο μόνο και μόνο για να ζητήσει σε γάμο την αγαπημένη του και εκείνη δέχεται. Δυστυχώς γι’ αυτόν! Γιατί τώρα, προκειμένου να γνωρίσει τους γονείς της θα ταξιδέψει μαζί της στο πανέμορφο νησί όπου κατοικούν και εκεί θα ξεκινήσει μια σειρά παρεξηγήσεων σε μια γαλλική κωμωδία στημένη ακριβώς όπως κι εκείνες της δεκαετίας του ’60. Στ’ αλήθεια, δομικά δεν έχει σχεδόν την παραμικρή διαφορά. Ολα τα αστεία εδώ όμως αφορούν τους περιστασιακούς χαρακτήρες (άντε και τη Σαμπίν Αζεμά, αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Αλέν Ρενέ) και όχι τους παντελώς άχαρους πρωταγωνιστές.
Προβάλλονται επίσης
Πάμε στα γρήγορα: Εξαιρετικά ενδιαφέρον το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου «Της πατρίδας μου η σημαία», όπου ο σκηνοθέτης ξεκινά από τα Βούρβουρα Αρκαδίας μέχρι το Μαρούσι υφαίνοντας έναν αφηγηματικό ιστό που συνδέει την επαρχιακή Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα με αυτήν των Ολυμπιακών του 2004 και ό,τι ακολούθησε (Βαθμοί: 6) ενώ προβάλλεται επίσης και το ντοκιμαντέρ «Το Μπαλκόνι –Μνήμες Κατοχής» που μας πηγαίνει πίσω στα ανατριχιαστικά (και άγνωστα δυστυχώς) εγκλήματα των ναζιστών στα ορεινά χωριά της Ελλάδας. Απολύτως θεαματικό, αλλά όχι και τόσο πρωτοποριακό κινηματογραφικά, το ντοκιμαντέρ «Το απώτατο σημείο της ανθρωπότητας» καταγράφει τη διαδρομή του «Voyager» και λειτουργεί και ως δοκίμιο για την ακατανίκητη γοητεία που μας προκαλεί το ανεξερεύνητο Διάστημα (Βαθμοί: 6)ενώ διασκεδαστικό είναι το γαλλικό animation «Η ζουγκλοπαρέα» (Βαθμοί: 6).
Τέλος, όταν ανακαλύπτει δυο παλιά τετράδια σε ένα ξεχασμένο κουτί, η Μαργκερίτ Ντιράς θυμάται το παρελθόν της και τον ανυπόφορο πόνο του να περιμένεις, στο φιλμ «Μαργκερίτ Ντυράς –Η οδύνη», αναμφίβολα το highlight του φετινού Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, με τους Μελανί Τιερί, Μπενουά Μαζιμέλ και Μπενζαμίν Μπιολέ.