Ακούμε συνήθως δύο κατηγορίες επιχειρημάτων όταν κάποιος συζητά για τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την Κεντροαριστερά.
Το πρώτο επιχείρημα –με βάση τη δυσφορία για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική –καλεί σε «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο και το δεύτερο επικαλείται τη «ρεαλιστική στροφή» του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ ως «καλοδεχούμενη εξέλιξη» για ένα πεδίο προνομιακής συνεργασίας. Και τα δύο έχουν στον πυρήνα τους ορισμένους λαθεμένους συλλογισμούς. Οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση δυσκολεύουν την αυτόνομη δράση της Κεντροαριστεράς για την αλλαγή των συσχετισμών και για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής σοσιαλδημοκρατικής βάσης στη διέξοδο από την κρίση.
Στην περίπτωση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου το κεντρικό σφάλμα βρίσκεται στην αναπαραγωγή της πόλωσης που έχει ταλαιπωρήσει ιστορικά τη χώρα. Στην αναπαραγωγή –αυτήν την φορά από μια άλλη πλευρά –του συνθήματος «ή εσείς ή εμείς», που υπήρξε το κύριο επιθετικό αφήγημα του αριστερού λαϊκισμού. Είναι λάθος εξάλλου γιατί συσκοτίζει τις υπαρκτές πολιτικές διαφορές των αντιπολιτευτικών δυνάμεων και ευνουχίζει τη χρήσιμη ιδεολογική αντιπαράθεση της Κεντροαριστεράς με τη συντηρητική παράταξη. Δεν είναι βέβαιο μάλιστα ότι διευκολύνει την ισχυροποίηση της όποιας αντιπολίτευσης μέσα στον δυσαρεστημένο κόσμο από τις ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές.
Από την άλλη πλευρά, η περιγραφή της «ρεαλιστικής στροφής» του ΣΥΡΙΖΑ ως μιας καλοδεχούμενης εξέλιξης για την πορεία της χώρας και την αποδυνάμωση των λεγόμενων αντισυστημικών τάσεων έχει ένα μεγάλο κενό. Απουσιάζει η καταλυτική κριτική στο σοβαρό φαινόμενο του πολιτικού κυνισμού που δεν μπορεί να γίνεται a priori αποδεκτό. Δηλαδή ο κυνισμός που εκφράζεται με την ορατή αλλαγή προγραμματικών επιλογών και προεκλογικών διακηρύξεων με μοναδικό στόχο την απόλυτη προσήλωση στη διατήρηση της εξουσίας. Γιατί με αυτή την έννοια νομιμοποιείται η δυνατότητα να γίνεται κανόνας ένα κόμμα να πράττει τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγε στην αντιπολίτευση όταν μετά βρίσκεται στη διακυβέρνηση. Θα αποτελεί ένα καθολικά αποδεκτό παράδειγμα πολιτικής επικράτησης για την εκάστοτε αντιπολίτευση. Διατυπώνεται βέβαια ο ισχυρισμός ότι και στο παρελθόν στη χώρα μας υπήρξαν τέτοια φαινόμενα απόκλισης αναμεσά στην προεκλογική ρητορική και στην κυβερνητική πράξη. Είναι μια αλήθεια. Παρά το γεγονός ότι εδώ ζήσαμε την πιο κραυγαλέα αντίφαση προγραμματικής αφετηρίας και εφαρμοσμένης πολιτικής. Αυτός ο ισχυρισμός όμως αποκρύπτει δυο σημαντικές παραμέτρους. Η πρώτη αφορά την ουσία. Οτι δηλαδή πρόκειται για ένα κορυφαίο δομικό στοιχείο της ίδιας της ελληνικής κακοδαιμονίας που οδήγησε στην κρίση και η δεύτερη παράμετρος αφορά την τεράστια διαφορά της εποχής. Μιας εποχής –στο παρελθόν –όπου υπήρχε εύκολη κίνηση χρήματος, άνετος δανεισμός, οικονομικά κονδύλια στήριξης από την Ευρώπη. Με απλά λόγια, δεν ήταν άδεια τα ταμεία για να είναι απολύτως άδειες και οι υποσχέσεις. Κατά συνέπεια, η κριτική στο επιχείρημα περί «ρεαλιστικής στροφής» είναι ζήτημα υπεράσπισης μιας εξαιρετικά σημαντικής αξίας. Της πολιτικής ηθικής!
Αν παρακάμψουμε αυτή την οπτική θα μιλάμε τελικά για τον πλήρη ευτελισμό του πολιτικού συστήματος, της ίδιας της έννοιας της πολιτικής.
Και αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνάει στο χαλαρό…
Γιατί τότε θα γίνει παντοδύναμη η πραγματική αντισυστημική αμφισβήτηση! Με απρόβλεπτες εξελίξεις…
Ο Θόδωρος Μαργαρίτης είναι μέλος της ΕΕ της ΔΗΜΑΡ και της Εκτελεστικής Γραμματείας του Κινήματος Αλλαγής