«Πρωτογνώρισα» τον Ιαν ΜακΓιούαν όταν διάβασα την «Εξιλέωση» που ίσως την ξέρετε από την κινηματογραφική της μεταφορά σε σκηνοθεσία Τζο Ράιτ (οι σκηνές όπου «πρωταγωνιστεί» η πλάτη της Κίρα Νάιτλι με το σμαραγδί εξώπλατο φόρεμα είναι από τα πιο υψηλής αισθητικής στιγμιότυπα που έχω δει τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο). Αυτό στάθηκε η αφορμή να ανατρέξω σε προηγούμενα βιβλία του, να διαβάσω επόμενα, ενώ δεν έχω ακόμη πιάσει στα χέρια το «Καρυδότσουφλο». Κάπως έτσι λοιπόν απόκτησα έναν καινούργιο «φίλο», εντός ή εκτός εισαγωγικών όπως και το «πρωτογνώρισα» που γράφω στην αρχή. Διότι θεωρώ ότι οι άνθρωποι που έχουν μια ζωντανή και συνειδητή σχέση με το διάβασμα αποκτούν και ένα είδος νοητής προσωπικής φιλίας με τον συγγραφέα. Ενίοτε και με τους ήρωές του αν πρόκειται περί μυθιστοριογράφων. Οπως το λέει και ο ίδιος ο Μακγιούαν αναφερόμενος στη δυνατότητα μέσω της ανάγνωσης να συνομιλείς με ένα άλλο πνεύμα.
Προσωπικά νιώθω κάποιες φορές ότι έχω πολύ πιο σπαρταριστές σχέσεις με απόντες και μακρινούς συγγραφείς παρά με σύγχρονούς μου που τους γνώρισα στην πραγματική ζωή. Εχω τσακωθεί, για παράδειγμα, αρκετές φορές με τον Μπρεχτ, έχω ζητήσει συγγνώμη (για κάτι δικά μου) από τον Παπαδιαμάντη ενώ, κάποιες στιγμές, με νευριάζει ένας από τους καλύτερους μου φίλους, ο Τσέχοφ, γιατί δεν είναι ξεκάθαρος ως προς τι τέλος πάντων είναι οι γιατροί στα έργα του. Και αν μπορούσα –λέμε τώρα –να έχω για λίγα λεπτά ζωντανή επικοινωνία με τον Ντοστογιέφσκι νομίζω ότι δεν θα του έλεγα τίποτα. Θα του χάιδευα απλώς το πρόσωπο κι εκείνος θα ήξερε γιατί. Γι’ αυτό λυπάμαι τους μισούς σχεδόν Ελληνες που, σύμφωνα με έρευνα, δεν έχουν ποτέ διαβάσει ένα βιβλίο και, έτσι, στερούν από τον εαυτό τους τέτοιες εκλεκτές φιλίες. Μακάρι ο θεσμός της Παγκόσμιας Πρωτεύουσας Βιβλίου που είναι φέτος η Αθήνα να του δώσει την ευκαιρία να αποκτήσουν έστω και έναν τέτοιο «φίλο».