Ο Γιώργος Γεννηματάς ανήκει στο σπάνιο πάνθεο των πραγματικών “αν” της Ιστορίας. Ο πρώιμος θάνατός του υπήρξε γεγονός καταλυτικό για τις πολιτικές εξελίξεις όχι μόνον στο ΠΑΣΟΚ, αλλά πιθανότατα συνολικά στη χώρα. Υπό μία έννοια, θυμίζει τον επίσης πρώιμο θάνατο του Γεωργίου Καρτάλη στην περίοδο της Ενώσεως Κέντρου: όπως ο Καρτάλης για τη δεκαετία του ’50, έτσι και ο Γεννηματάς για τη δεκαετία του ’90 ήταν οι δύο βέβαιοι υπό αναμονή και με καθολική αποδοχή ηγέτες της λεγόμενης Δημοκρατικής Παράταξης, που τελικά δεν πρόλαβαν να αναλάβουν.
Η στιγμή της απώλειας του Γιώργου Γεννηματά υπήρξε και αυτή ιδιαίτερα κρίσιμη: είναι η εποχή που, έπειτα από την περίοδο 1989-1993, ίσως τα πολιτικά πιο ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιστρέφει πλέον στην εξουσία. Ομως και η δική του υγεία είναι πια σε πολύ κακή κατάσταση και διαρκώς επιδεινώνεται. Ετσι είναι που το 1995, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Γεννηματά, ανοίγει πλέον το ζήτημα της διαδοχής και στο ΠΑΣΟΚ και στην πρωθυπουργία. Στη σύγκρουση αυτή κυριαρχεί τελικά ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος και παραμένει πρωθυπουργός επί δύο τετραετίες. Αν ο Γεννηματάς είχε ζήσει, καθολική εκτίμηση ήταν ότι δεν θα είχε υπάρξει καν τέτοια σύγκρουση. Ή, αν είχε υπάρξει, θα είχε κυριαρχήσει κατά κράτος.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ. Αγαπητός στην ελληνική κοινωνία και σεβαστός από αυτήν πολύ πέραν του ίδιου του κομματικού χώρου, ο Γεννηματάς θα είχε πιθανότατα προσδώσει πολύ διαφορετική κατεύθυνση και στο κόμμα του και στην Ελλάδα από εκείνη που αυτή τελικά έλαβε, σε κάποια τουλάχιστον καθοριστικά πεδία. Οι ρίζες του ήταν από τη Μάνη. Ο πατέρας του Θεόδωρος Γ. Γεννηματάς, δικηγόρος και οικονομολόγος, είχε διατελέσει γενικός διευθυντής της UNRRA στην Ελλάδα, σύμβουλος της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής και στη συνέχεια της αμερικανικής πρεσβείας. Ο θείος του αντιστράτηγος Ιωάννης Γ. Γεννηματάς, αδελφός του πατέρα του, διετέλεσε, επίσης σε κρίσιμη εποχή, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού επί Ενώσεως Κέντρου το 1964-1965. Και οι δύο τύγχαναν πολύ μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού σε ευρύ μάλιστα πολιτικό φάσμα. Στα χρόνια των σπουδών του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο Γιώργος Γεννηματάς υπήρξε εξαιρετικά δραστήριος στον αγώνα για το Κυπριακό, πρωτοστατώντας σε πλήθος από τις διαδηλώσεις της εποχής. Αργότερα, εργάστηκε ως μελετητής και κατασκευαστής σε εταιρεία που είχε δημιουργήσει ο ίδιος, ενώ διετέλεσε και επί χρόνια σύμβουλος της Αγροτικής Τράπεζας, από την οποία και παραιτήθηκε. Πολλές κύριες μονάδες της ελληνικής αγροτικής βιομηχανίας φέρουν την υπογραφή του. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών, κάτι που υπήρξε σημαντικό για την πορεία του στην πολιτική.
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Ο Γεννηματάς υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ ενώ πολιτεύθηκε ήδη από το 1974. Το κορυφαίο, ακόμα και σήμερα, σημείο αναφοράς ως προς το πολιτικό του έργο, είναι αναμφίβολα η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, του οποίου υπήρξε ο εμπνευστής, ο κύριος σχεδιαστής και ο άνθρωπος που πέτυχε τη μετάβασή του από τη θεωρία στην πράξη. Εξίσου σε εκείνον πιστώνονται, μεταξύ άλλων, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ο επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων, αλλά και η ψήφος στα 18. Η δημοφιλία του ήταν τεράστια και του εξασφάλιζε συνεχείς εκλογικές πρωτιές είτε στην ιδαίτερη πατρίδα του, τη Μεσσηνία, είτε στην Αθήνα. Στην κυβέρνηση Ζολώτα διετέλεσε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ενώ, στην τελευταία κυβέρνηση Παπανδρέου στην οποία μετείχε ήταν πλέον “τσάρος”, υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Τόσο με αυτή την ιδιότητα όσο και με τη στάση του στα λεγόμενα εθνικά θέματα ήταν που ο Γεννηματάς θα είχε, πιθανότατα, εγγυηθεί μια διαφορετική πορεία της χώρας.
Αν και η μετεωρική πολιτική του πορεία είναι ολόκληρη μέσα στις τάξεις ενός κόμματος που διακρίθηκε κάποτε για την υποσχεσιολογία του, ο Γεννηματάς ήταν πολύ λιγότερο κολακευτικός προς το εκλογικό σώμα από όσο πολλοί άλλοι συνάδελφοί του της εποχής. Επίσης, χωρίς να αφήνει στην άκρη την ταυτότητα του κόμματός του και τις αναφορές της, υπήρξε πολύ συνθετικότερος για την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Γεννημένος το 1939, αν είχε ζήσει, του χρόνου θα γινόταν πια 80 ετών.