Οταν το 2007 το περιοδικό «Time» συμπεριέλαβε την Κέιτ Μπλάνσετ –τότε στα 38 της –στη λίστα των 100 ανθρώπων που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη, ο βασικός λόγος που το έκανε, ήταν η αναγνωρισιμότητα της ηθοποιού από τη δουλειά της στον κινηματογράφο και το θέατρο. H 49χρονη σήμερα Αυστραλέζα, που την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμα κερδίσει το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου για τη «Θλιμμένη Τζασμίν» του Γούντι Αλεν (αν και είχε κερδίσει το Β’ για το «Aviator» του Μάρτιν Σκορσέζε), θεωρείται, δικαίως, ένα από τα πιο αξιοσέβαστα πρόσωπα της υποκριτικής σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο, όταν είχα την τύχη να τη συναντήσω για δεύτερη φορά στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 2012, με αφορμή τότε την ταινία «Χόμπιτ –Ενα αναπάντεχο ταξίδι» και τη ρώτησα πώς ένιωσε όταν είδε το όνομά της σε εκείνη τη λίστα του «Time», η απάντησή της με είχε ξαφνιάσει. «Εξεπλάγην», απάντησε η Μπλάνσετ και θυμάμαι την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Από τη μια πλευρά μια τέτοια κίνηση σου προσφέρει τεράστια εμπιστοσύνη για τον εαυτό σου. Από την άλλη όμως, αυτό που μου άρεσε περισσότερο είναι ότι ο λόγος για τον οποίο με επέλεξαν δεν ήταν μόνον η δουλειά μου στο θέατρο και το σινεμά, αλλά και οι οικολογικές ανησυχίες μου για την αλλαγή του κλίματος. Και αυτό που με έκανε να χαρώ ακόμη περισσότερο ήταν που ο διάλογος για την κλιματική αλλαγή, στον οποίο πιστεύω πάρα πολύ, είχε μπει ξανά στο τραπέζι».

Οικολογικές ανησυχίες

Δεν είχα υπόψη μου τις οικολογικές ανησυχίες της Μπλάνσετ. Δεν ήξερα, ας πούμε, ότι το 2011, μόλις έναν χρόνο πριν από τη συνάντησή μας, η ηθοποιός, στην πατρίδα της την Αυστραλία, βρέθηκε στη μέση ενός κυκλώνα πολιτικής αντιπαράθεσης μετά την εμφάνισή της σε μια τηλεοπτική διαφήμιση-αγγελία, μέσω της οποίας καλούσε τους αυστραλούς συμπολίτες της να υποστηρίξουν έναν φόρο επί του άνθρακα. Σύνθημα της αγγελίας, που υποστηρίχθηκε από περιβαλλοντικές ομάδες, ήταν «έφτασε ο καιρός να φορολογήσουμε τους μεγάλους ρυπαίνοντες και να τελειώσουμε». Η Μπλάνσετ παροτρύνει τους συμπολίτες της να «κάνουν επιτέλους κάτι για την αλλαγή του κλίματος». Με αφορμή τη διαφήμιση όμως, ο τότε συντηρητικός ηγέτης της αντιπολίτευσης Tόνι Αμποτ αντεπιτέθηκε πονηρά: «Οι άνθρωποι που αξίζουν 53 εκατομμύρια δολάρια έχουν δικαίωμα ακρόασης –αλλά η φωνή τους δεν πρέπει να ακουστεί πάνω από τους απλούς εργαζομένους αυτής της χώρας», είχε δηλώσει. Η σπόντα ήταν για την Μπλάνσετ φυσικά, που ζει σε κόστους εκατομμυρίων δολαρίων αρχοντικό του Σίδνεϊ, το οποίο, σύμφωνα με τα τοπικά ΜΜΕ, είναι εξοπλισμένο με την τελευταία ηλιακή τεχνολογία. Μάλιστα, ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Θεάτρου του Σίδνεϊ εκείνη την εποχή, η Μπλάνσετ είχε επίσης επιδιώξει να κάνει το θέατρο πιο πράσινο, εγκαθιστώντας ηλιακούς συλλέκτες που παρέχουν μέχρι και το 70% της ισχύος του.

Ορθολογισμός

και δικαιοσύνη

Με την εικόνα της Κέιτ Μπλάνσετ που έχεις σχηματίσει στο μυαλό σου δεν περιμένεις ότι μπορεί να ελκύσει τη δημοσιότητα σε κάτι πέραν της δουλειάς της. Ωστόσο, άθελά της ή όχι, η ηθοποιός καταφέρνει πάντα να προκαλεί το ενδιαφέρον των media για διάφορους λόγους. Πριν από λίγο καιρό, ας πούμε, η υπόθεση σεξουαλικού σκανδάλου του Γούντι Αλεν την έβαλε στη μέση ενός άλλου, πολύ πιο «επικίνδυνου» κυκλώνα: η υιοθετημένη κόρη του Αλεν, η Ντίλαν Φάροου, επιτέθηκε μέσω tweet εναντίον της Μπλάνσετ λέγοντας ότι είναι οξύμωρο το ότι ενώ η διάσημη αυστραλέζα ηθοποιός συμμετέχει σε εκστρατεία κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης, εν τέλει υποστηρίζει τον Γούντι Αλεν, ο οποίος σύμφωνα με την Ντίλαν την παρενοχλούσε όταν ήταν παιδί.

Από την πλευρά της, η Μπλάνσετ σε εκπομπή της Κριστιάν Αμανπούρ αναφερόμενη στο θέμα υπογράμμισε ότι την περίοδο που δούλευε με τον Γούντι Αλεν δεν ήξερε τίποτα για τους ισχυρισμούς, οι οποίοι βγήκαν στην επιφάνεια όταν άρχισε να προβάλλεται η «Θλιμμένη Τζασμίν». Είπε τότε ότι «είναι πολύ οδυνηρή και περιπλεγμένη κατάσταση για την οικογένεια, την οποία πιστεύω ότι θα έχουν την ικανότητα να επιλύσουν».

Στην ουσία, η Κέιτ Μπλάνσετ μίλησε με τη φωνή του ορθολογισμού, λέγοντας το αυτονόητο που η πλειοψηφία αρνείται να δεχθεί. Οτι σε αυτού του είδους θέματα, η δικαιοσύνη και ο νόμος έχουν τον τελευταίο λόγο: «Αν πρέπει να επανεξεταστούν αυτοί οι ισχυρισμοί –και απ’ ό,τι έχω καταλάβει έχουν περάσει από το δικαστήριο –τότε το υποστηρίζω μ’ όλη μου την καρδιά. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι φανταστικά στο να οξύνουν την ευαισθησία για διάφορα ζητήματα, αλλά δεν είναι δικαστής και ένορκοι, κατά συνέπεια πιστεύω ότι πρέπει (αυτά τα θέματα) να εξετάζονται σε δικαστήριο».

Σεξ με γυναίκες

Σε μια άλλη περίπτωση, ήταν οι σεξουαλικές προτιμήσεις της Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία από το 1997 είναι παντρεμένη με τον συγγραφέα Αντριου Απτον και έχει αποκτήσει μαζί του τρία παιδιά (και ένα υιοθετημένο), που την είχαν και πάλι φέρει στο επίκεντρο της δημοσιότητας, συμπτωματικά στο ίδιο φεστιβάλ όπου από τις 8 Μαΐου θα ξαναβρεθεί, αυτή τη φορά ως κριτής. Στις Κάννες. Hταν τον Μάιο του 2015 και την αφορμή είχε δώσει η ταινία «Κάρολ» στην οποία η Μπλάνσετ υποδύεται μια κρυφή ομοφυλόφιλη στη συντηρητική Αμερική της δεκαετίας του 1950. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που η Μπλάνσετ είχε ταράξει τα νερά, δηλώνοντας στο περιοδικό «Variety» ότι έχει ζήσει σεξουαλικές εμπειρίες με γυναίκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζει τις «ταμπέλες» στη σεξουαλικότητα. Ωστόσο, το γεγονός ότι λίγο αργότερα βρέθηκε στις Κάννες προκειμένου να παρουσιάσει μια ταινία της σχετική με τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, δεν μπορούσε φυσικά να περάσει απαρατήρητο και να μη συνδυαστεί με τις δηλώσεις της. Οταν λοιπόν της ζητήθηκε να σχολιάσει περισσότερο τη δήλωση που έκανε σχετικά με τη σεξουαλικότητά της στο «Variety», η ηθοποιός απάντησε ως εξής (και κέρδισε έξαλλα χειροκροτήματα): «Το σημαντικό ερώτημα δεν είναι αν είχα ή όχι κάποια στιγμή στη ζωή μου σχέση με γυναίκες, αλλά γιατί εν έτει 2015 πρέπει να κάνουμε αυτή την ερώτηση. Γιατί άραγε σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια;», συνέχισε, λέγοντας ότι η «συνθετικότητα της δουλειάς του ηθοποιού δεν είναι να μιλά για την προσωπική ζωή του αλλά να προσπαθεί μέσω της δουλειάς του να ανοίξει το μυαλό των ανθρώπων». Βλέποντας πάντως την Κέιτ Μπλάνσετ από κοντά, αυτό που κυρίως θαυμάζεις είναι η αστείρευτη γοητεία της, παρόμοια με εκείνην που πάντοτε βγάζει στην οθόνη του κινηματογράφου. Με την ειλικρινή ευγένεια (σημειώστε ότι η ερώτηση περί σεξουαλικότητας δεν φάνηκε να την ενοχλεί), την αστείρευτη κομψότητα, αλλά και τη διακριτική ομορφιά της, η Μπλάνσετ βγάζει κάτι σχεδόν το αέρινο, το οποίο τη βοηθά να ξεχωρίζει.

Οι λίστες και ο Ντίλαν

Το 1979, όταν η γεννημένη στη Μελβούρνη της Αυστραλίας Κέιτ Μπλάνσετ γινόταν 10 ετών (14 Μαΐου 1969), έχασε τον πατέρα της, διαφημιστή στον τομέα της ψυχαγωγίας, αμερικανικής καταγωγής (από το Τέξας). Μεγάλωσε μαζί με τη δασκάλα μητέρα της –η οποία δεν ξαναπαντρεύτηκε –και τα δύο αδέλφια της, έναν μεγαλύτερο αδελφό και μια μικρότερη αδελφή. Τα βήματά της στην υποκριτική ήταν σταθερά και υπολογισμένα. Μάλιστα, στο γυμνάσιο, όταν άρχιζε να παίζει για πρώτη φορά θέατρο, της έδιναν ρόλους αντρών, κάτι που θυμήθηκε όταν αργότερα έπαιξε έναν διάσημο άντρα στο σινεμά, κανέναν άλλο από τον Μπομπ Ντίλαν στο «I’m not there».

«Οταν πήγαινα στο γυμνάσιο υποδυόμουν πάντοτε άντρες, επομένως ένιωσα σχετική ανακούφιση που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω το ίδιο πράγμα επαγγελματικά» είχε πει για τον ρόλο του Ντίλαν, που της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας και αργότερα την οδήγησε στις υποψηφιότητες των Οσκαρ. «Με γοήτευσε περισσότερο η ίντριγκα του εγχειρήματος. Αν επρόκειτο για μια κυριολεκτική κινηματογραφική βιογραφία του Ντίλαν, δεν νομίζω ότι θα υπήρχε περίπτωση να παίξω. Δεν νομίζω ότι σκεφτόμουν ότι υποδυόμουν άντρα, γιατί ο Ντίλαν της εποχής που τον υποδύομαι βρισκόταν στην ανδρόγυνη περίοδό του· μια εντελώς ασυνήθιστη φιγούρα. Ηταν ο Ντίλαν αλλά δεν ήταν ο Ντίλαν, είμαι γυναίκα, δεν είμαι άντρας… Μια πολύ παράξενη κατάσταση. Ακόμα και εγώ όταν είδα την ταινία έμεινα έκπληκτη».

Λέγεται ότι η Μπλάνσετ διασκεδάζει με το να φτιάχνει λίστες εκκρεμοτήτων και να σβήνει όσα πραγματοποιεί. Μπορώ να το φανταστώ. Αποφοίτησε από το Εθνικό Ινστιτούτο Δραματικής Τέχνης της Αυστραλίας το 1992 και το ταλέντο της φάνηκε σχεδόν αμέσως, αφού έναν χρόνο αργότερα απέσπασε το βραβείο καλύτερης νέας ηθοποιού από τον Κύκλο Κριτικών Θεάτρου του Σίδνεϊ για το έργο του Τιμ Ντέιλι «Ο Κάφκα χορεύει», όπου υποδύθηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, τον μεγάλο έρωτα του τσέχου συγγραφέα. Θα ακολουθούσαν αρκετοί ρόλοι στο θέατρο –ανάμεσά τους ο πρωταγωνιστικός της Κάρολ στην «Ολεάνα» του Ντέιβιτ Μάμετ, για τον οποίο επίσης βραβεύθηκε –αλλά και το πρώτο πέρασμα στην τηλεόραση στη δραματική σειρά «Heartland».

Λίγα χρόνια αργότερα και ενώ είχαν μεσολαβήσει αρκετές επιτυχίες στο θέατρο, την τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο –μια από τις πρώτες ταινίες της είναι το παράξενο ερωτικό δράμα «Οσκαρ και Λουσίντα» της Γκίλιαν Αντερσον, όπου έπαιξε τη Λουσίντα δίπλα στον Οσκαρ του Ρέιφ Φάινς -, η Μπλάνσετ πήγε στο Χόλιγουντ για να παίξει τον ρόλο που θα άλλαζε για πάντα τη μετέπειτα πορεία της.

Ρόλος ζωής

Το 1998 η «Εlizabeth» του Σεκάρ Καπούρ μετέτρεψε την Κέιτ Μπλάνσετ σε διεθνή σταρ. Η Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας, οδήγησε την ηθοποιό για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ ενώ για ένα μεγάλο διάστημα η εικόνα της Μπλάνσετ είχε κυριολεκτικά ταυτισθεί με εκείνη της παρθένου βασίλισσας. Και δεν είναι ψέμα ότι στην προσπάθειά της να ξεφύγει από εκείνη την εικόνα παραλίγο να μην παίξει στη συνέχειά της που γυρίστηκε τελικά δέκα χρόνια αργότερα. Οταν ήρθε η ώρα της δεύτερης ταινίας «Elizabeth: Η χρυσή εποχή», τόσο ο σκηνοθέτης (και των δυο ταινιών) Σεκάρ Καπούρ όσο και ο στενός φίλος της Μπλάνσετ, ο αυστραλός ηθοποιός Τζέφρεϊ Ρας (που υποδύεται τον σερ Φράνσις Γουίνινκχαμ και στις δυο ταινίες) χρειάστηκε να δώσουν μάχη για να πείσουν την Μπλάνσετ να επιστρέψει στον ρόλο της Ελισάβετ. Για την ακρίβεια, όταν ο Καπούρ της πρότεινε για πρώτη φορά την ιδέα μιας δεύτερης «Elizabeth», η Μπλάνσετ νόμιζε ότι αστειευόταν. «Είχε μεσολαβήσει ελάχιστος χρόνος από την πρώτη ταινία. Σκέφτηκα, “υπάρχει κανένας λόγος να ξαναπώ την ίδια ιστορία;”» μου είχε προσωπικά πει στο Λονδίνο στην παρουσίαση της δεύτερης ταινίας η οποία φυσικά γυρίστηκε. «Με είχε προβληματίσει η ιδέα να κάνω ένα δημιουργικό βήμα προς τα… πίσω». Αυτό όμως λέγεται επαγγελματική ευσυνειδησία αν και ο Σεκάρ Καπούρ είχε μελετήσει καλά το ζήτημα της συνέχειας όπως μας είπε λίγο πριν συναντήσουμε την Μπλάνσετ. «Το φινάλε της “Elizabeth” ήταν κάπως απόλυτο. Ακούμε την βασίλισσα να λέει: “Είμαι η παρθένος βασίλισσα. Είμαι παντρεμένη με την Αγγλία!”. Ποια θα μπορούσε να είναι η επόμενη σκηνή; Εκ των πραγμάτων για την αποφυγή της επανάληψης θα έπρεπε να γυριστεί μια εντελώς διαφορετική ταινία με μια εντελώς διαφορετική ηρωίδα».

Συνεπώς ο Καπούρ μίλησε στην Μπλάνσετ για μια διαφορετική ελισαβετιανή περίοδο, εκείνη του πολέμου της Αγγλίας με την Ισπανία που έγινε όταν η βασίλισσα βρισκόταν στα 50 της. Ούτε τότε έπεισε την ηθοποιό γιατί η Μπλάνσετ, πιο πρακτική, έβλεπε την ηλικιακή δυσκολία του ρόλου. Διέκρινες μια νότα φιλαρέσκειας ακούγοντάς την να λέει ότι εφόσον η ίδια δεν είχε κλείσει τα 30 (όταν της είχε πρωτογίνει η πρόταση) πώς θα μπορούσε να υποδυθεί μια γυναίκα στα 50; Το επιχείρημα βέβαια δεν στέκει γιατί η Μπλάνσετ τελικά την υποδύθηκε στα 37, οπότε σιγά την διαφορά. Αυτό φυσικά δεν της το είπα. Η ουσία είναι ότι η ηθοποιός ήθελε να αφήσει τον χρόνο να περάσει τόσο για την τελική διαμόρφωση του σεναρίου όσο και για να αποκτήσει μια διαφορετική παρουσία στην οθόνη.

Η σημασία της μητρότητας

«Η Κέιτ της δεύτερης “Elizabeth” δεν είναι η ίδια ηθοποιός με την Κέιτ της πρώτης» μου είχε πει στη συνάντησή μας ο σκηνοθέτης Σεχάρ Καπούρ. «Ασφαλώς, η επιδεξιότητά της είναι δεδομένη –φυσικό χάρισμα. Πιστεύω όμως ότι ένας καλλιτέχνης γίνεται σπουδαίος όταν καταφέρει να ξεπεράσει την επιδεξιότητά του. Ο Πικάσο είναι ένα παράδειγμα. Το ίδιο συνέβη με την Κέιτ. Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ταινία την βοήθησαν να υπερβεί την επιδεξιότητά της και να γίνει κάτι άλλο, κάτι άπιαστο».

Ο Καπούρ έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι ανάμεσα στις δυο «Elizabeth» η Μπλάνσετ έγινε δυο φορές μητέρα. «Η μητρότητα σε αλλάζει» είπε. «Προσεγγίζεις πολλά πράγματα που δεν μπορείς να ορίσεις αν δεν έχεις πρώτα την εμπειρία. Η έννοια της αγάπης για παράδειγμα. Οταν αποκτάς παιδιά η αγάπη παύει να είναι κλισέ γιατί η αγάπη για τα παιδιά είναι αδιαπραγμάτευτη. Είναι μια αίσθηση που μπορεί να σε αλλάξει και αυτό ακριβώς πιστεύω ότι συνέβη με την Κέιτ».

Από την πλευρά της, η Μπλάνσετ τότε είχε συμφωνήσει στην αλλαγή που μεσολάβησε με τη γέννηση του Ντάσιελ Τζον και του Ρόμαν Ρόμπερτ, των δύο γιων που είχε αποκτήσει με τον Αντριου Απτον στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει. «Για να είμαι ειλικρινής δεν πίστευα όσους μου έλεγαν ότι η ζωή αλλάζει ριζικά όταν αποκτάς παιδιά. Επεσα έξω. Οταν αποκτάς παιδιά, η ζωή σου επεκτείνεται. Αρα και η τέχνη σου».

Η Μπλάνετ απόκτησε το πρώτο της παιδί σε ηλικία 32 ετών και το δεύτερο σε ηλικία 34. Θα ακολουθούσε ένας ακόμη γιος, ο Ιγκνάσιους Μάρτιν, τον οποίο γέννησε στα 38 της, ενώ πριν από τρία χρόνια με τον σύζυγό της υιοθέτησε ένα κορίτσι, την Ιντιθ Βίβιαν Πατρίτσια.

Η νεράιδα Γκαλάντριελ

και ο Προυστ

Οι μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της καριέρας της Κέιτ Μπλάνσετ, είναι οι ταινίες των τριλογιών του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» και του «Χόμπιτ», όλες από τα βιβλία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, όλες σε σκηνοθεσία Πίτερ Τζάκσον. Η Κέιτ Μπλάνσετ μου είχε μιλήσει για αυτές δίνοντας έμφαση στις λέξεις «οικογενειακό συναίσθημα». Ενιωθε ενθουσιασμένη με το πάθος, την ενέργεια, την όρεξη, τον ενθουσιασμό, την αίσθηση κινδύνου αλλά ταυτοχρόνως και παραμυθιού όσο εργάστηκε σε αυτές τις ταινίες. Είχε αποκαλέσει το «Χόμπιτ» «πανάκριβο …home movie». Και είχε θυμηθεί την εμπειρία της επίσκεψης των γιων της στο σετ: «Τα δυο αγόρια μου ήταν τεσσάρων και έντεκα όταν γυρίζαμε την ταινία και ένιωσαν αμέσως σαν τα μέλη ενός τεράστιου τσίρκου όπου όλα γίνονταν για την τέρψη του κοινού. Ηταν εντυπωσιακό να τα βλέπω να καταβροχθίζουν το σύμπαν του Τόλκιν στο “Χόμπιτ” χωρίς να έχουν διαβάσει τον “Αρχοντα των δαχτυλιδιών”».

Οταν μάλιστα είχα ρωτήσει την Μπλάνσετ τι ήταν εκείνο που ως αναγνώστρια εκτίμησε στο «Χόμπιτ», η απάντησή της ήταν λίγο απρόβλεπτη. «Ξέρετε, διαβάζοντας Τόλκιν είναι λίγο σαν να διαβάζεις Προυστ. Μου το είπε ο άντρας μου και τον εμπιστεύομαι γιατί –και αυτό είναι ένα πρόβλημα –εγώ δεν έχω διαβάσει Προυστ. Μου είπε λοιπόν ότι άπαξ και διαβάσεις Προυστ στη συνέχεια μπορείς να αφομοιώσεις τη λογοτεχνία με έναν πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο –αποκτάς μια περίεργη εξοικείωση. Αυτό κάνει ο Τόλκιν σε ό,τι αφορά τα παιδικά βιβλία. Ανοίγει τις πύλες της φαντασίας των παιδιών και τα διαμορφώνει έτσι ώστε να γίνουν δημιουργικά, σκεπτόμενα άτομα».