Τι είναι τελικά αυτό που κάνει τους ανθρώπους να αγαπιούνται; Μπορεί άραγε να δώσει κανείς μια απάντηση που να είναι ταυτόχρονα σαφής και περιεκτική, ώστε ο καθένας να βρει μέσα της κάτι δικό του; Ο Αργύρης Παλούκας, στην τέταρτη ποιητική του συλλογή Ανθρωποι που γελάνε (Κριτική, 2018), απαντά βρίσκοντας και τον τρόπο και το μέσο. Την απλή γλώσσα και την αδιαμεσολάβητη έκφραση της ανάγκης. Η λέξη που θα μπορούσε να περιγράψει μονολεκτικά και με ακρίβεια την πρόθεση και το αποτέλεσμα του ποιητικού του μόχθου είναι η «μετάληψη»: να γίνεται, δηλαδή, κανείς κοινωνός του μοιράσματος που ξεκινά από τη συλλογική ψυχή και που δικαιώνεται με τρόπο προσωπικό, ξεπερνώντας αθόρυβα τη φθορά και την ψυχρότητα που απορρέει από την πολιτική ορθότητα στον δημόσιο λόγο. Από αυτή την άποψη, το ενδιαφέρον, το ποιητικά ενδιαφέρον, στην περίπτωση του Παλούκα, το οποίο μάλιστα το γνωρίζουμε και από τα προηγούμενα βιβλία του, είναι η «αίσθηση εσωτερικής ταύτισης βιωματικής εμπειρίας και ποιητικής ομολογίας», κατά τη διατύπωση του Δ. Ν. Μαρωνίτη (Το Βήμα, 23/3/2008). Δείγμα από το τρέχον βιβλίο του: «Τα χέρια μου έχουν απομείνει / σαν καλούπι χωρίς περιεχόμενο. / Το κουνάνε τα δέντρα απ’ τον γκρεμό;»
Εξομολόγηση
Σε αυτό το δοκίμασμα, ο ποιητής δεν είναι ρόλος. Δεν υποδύεται κάποιον, ούτε πασχίζει να αποδείξει κάτι. Με την απλότητα που αρμόζει σε μια ειλικρινή εξομολόγηση, επιλέγει να εναποθέσει τα δικά του βιώματα στα χέρια ανθρώπων που γελάνε. Ανθρώπων που επιλέγουν τον έρωτα και την επιστροφή στην παιδική ηλικία –δύο μοναδικών ευκαιριών –για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους κόντρα στη γνώση του θανάτου. Την απόφασή τους αυτή σφραγίζει, εξάλλου, προκαταβολικά και το δίστιχο του Γιάννη Ρίτσου που ο Παλούκας προτάσσει ως μότο στο βιβλίο του: «Φύτεψα ένα δέντρο. Θα το μεγαλώσω. Ο,τι κι αν γίνει δε γυρίζω πίσω». Αλλωστε, τη μοναχικότητα μιας τέτοιας απόφασης ο Παλούκας τη γνωρίζει: «Γυμνή κολυμπάει η ελπίδα / ανάμεσα στους ντυμένους».
Η μοναδικής ευγένειας ποιότητα στη γραφή του Αργύρη Παλούκα απορρέει ευθέως από τον γενναιόδωρο τρόπο με τον οποίο υποδέχεται πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα, όνειρα και αισθήματα, χωρίς να επιδιώκει να τα ορίσει, αλλά να τα καλωσορίσει. «Αυτός ο κόσμος είναι σαν παπούτσι / που παίρνει το σχήμα του ποδιού μας. / Συνηθίζεται». Δεν υπαινίσσεται, δεν υπεκφεύγει, αλλά, αντίθετα, εξαντλώντας τα όρια της ποιητικής κυριολεξίας, παραδίδει στον αναγνώστη μια συλλογή απαλλαγμένη από το βάρος και την υπερβολή του μελοδράματος. Επενδύοντας αποκλειστικά στη δύναμη του αυθεντικού ανθρώπινου συναισθήματος, καταφέρνει να ψηλαφίσει και να αφουγκραστεί με σεβασμό τον παλμό της καθημερινής ζωής: «Ο,τι έχει λίγο αίμα μέσα του / θα σηκωθεί μες στη νύχτα αθόρυβα. / Σαν το κεφάλι του σκύλου / στα βήματα του κλέφτη».
Η Κική Δημουλά ισχυρίζεται ότι αυτό που μετατρέπει έναν στίχο σε ποίημα είναι «το αναπάντεχο». Οχι απαραίτητα η πρωτότυπη χρήση της γλώσσας, αλλά κυρίως η ανατροπή της οπτικής σε αυτό που κάποιος θεωρεί δεδομένο. Αλλωστε, ο ποιητής ανοίγει δρόμους επειδή έχει τη γενναιότητα να διαβάσει μια σκέψη ή να μεταφράσει ένα συναίσθημα αλλιώς, όντας δηλαδή αδιάφορος ή ακόμη και απαλλαγμένος από τον εσωτερικό λογοκριτή που κουβαλάμε όλοι. Ανοίγει με θάρρος την πόρτα όπου βρίσκονται κλειδωμένα (όπως η γριά και υπέρβαρη πεταλούδα στο τέλος του δεύτερου βιβλίου του) τα συναισθήματα και οι στιγμές που συνθλίβονται από την ταχύτητα της ίδιας της ζωής, ρίχνοντας μάλιστα άπλετο ελληνικό φως πάνω τους.
Για να καταφέρει όλα τα παραπάνω, ο Παλούκας επέλεξε επιπλέον το ευσύνοπτο του βιβλίου του, ώστε να δώσει σημαντικό χώρο και χρόνο σε κάθε ένα από τα ποιήματα να ανασάνουν σε καινούργια χέρια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι σχεδόν σαράντα σελίδες της συλλογής να διαβάζονται ξανά και ξανά, αποκαλύπτοντας κάθε φορά κι ένα νέο μυστικό. Με τον τρόπο αυτό, η προσωπική ιστορία του καθενός ανασυντίθεται κάθε φορά μέσα από υλικά και γεγονότα που μπορεί να φαντάζουν απλά ή συνηθισμένα, ωστόσο δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να επανεγγράψει στιγμές καθημερινής μοναδικότητας που του διαφεύγουν.
Συνθετικό ποίημα
Δεδομένης μάλιστα της απουσίας τίτλων από τα ποιήματα, αλλά και της απουσίας του ίδιου του τίτλου από το σώμα του βιβλίου (τακτική που είχε ακολουθηθεί και στην προηγούμενη συλλογή, Θέλω το σώμα μου πίσω, Μεταίχμιο, 2011), οι Ανθρωποι που γελάνε θα μπορούσαν να διαβαστούν και σαν ένα συνθετικό ποίημα, ένα ανοιχτό αρχείο χωρισμένο σε επιμέρους ενότητες που αναδεικνύουν μικρά στιγμιότυπα τόσο ανθρώπινα, τα οποία, ως σύνολο, εκφράζουν την ευγνωμοσύνη του ποιητή για την ευκαιρία που μας δόθηκε να υπάρξουμε και να ευτυχήσουμε μέσα στο πλαίσιο του προσωπικού μας μεγέθους, όπου «ο φόβος δεν βρίσκει τον δρόμο να γυρίσει».
Ποιος είναι
Βραβείο Καλύτερου Νέου Ποιητή
Ο Αργύρης Παλούκας γεννήθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας το 1975. Σπούδασε θεατρολογία στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται από το 1994. Εχει εκδώσει τέσσερα ποιητικά βιβλία και έχει επιμεληθεί την ανθολογία «Αγάπη σαν ακολασία» (Κριτική, 2016), που περιλαμβάνει αποσπάσματα από το πεζογραφικό έργο του Γιώργου Χειμωνά. Κείμενά του για πρόσωπα και θέματα της λογοτεχνίας έχουν συμπεριληφθεί σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Το 2012 τιμήθηκε για το τρίτο βιβλίο του «Θέλω το σώμα μου πίσω» (Μεταίχμιο, 2011) με το Πρώτο Βραβείο Καλύτερου Νέου Ποιητή από το Συμπόσιο Ποίησης.
Αργύρης Παλούκας
Ανθρωποι
που γελάνε
Εκδ. Κριτική, 2018, σελ. 40
Τιμή: 6 ευρώ