ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

1. «Οι λεπτομέρειες, που μας παρέχουν τόσο άφθονα, θολώνουν την κρίση για το ουσιαστικό πρόβλημα. Σ’ αυτό βασίζεται η τέχνη της προπαγάνδας: στην επιδέξια χρησιμοποίηση της λεπτομέρειας, στον τεμαχισμό της αλήθειας».

(«Πρωτοµαγιά 1940», «Μέρες Γ’»,

εκδ. Ικαρος, 1977)

2. Γράµµα προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο (Αγκυρα, Πρωτοµαγιά, Μεγάλο Σάββατο 1948): «”Εδώ Μεγάλη Παρασκευή”, “εδώ κόκκινο αυγό”, “εδώ ανάσταση” κ.τ.λ. Δεν

ήταν εύκολο: τη Μεγάλη Πέµπτη έστρωσε χιόνι. Ωστόσο την άλλη µέρα προσπάθησα να νηστέψω».

(«Γράµµατα Σεφέρη – Λορεντζάτου, 1948 – 1968», εκδ. Δόµος, 1990, επιµέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος)

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

«Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω: / Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη / ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας / οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά

και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα / ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες / λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να παν στο χορό των μεταμφιεσμένων του Αδη».

(«ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ,

1 Μ ή Πρωτοµαγιά», «Ηµερολόγιο

ενός αθέατου Απρίλη»,Υψιλον, 1984)

ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Την Πρωτομαγιά του 1944, οι δυνάμεις Κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ’ αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο περιστατικό στο σημαντικό αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Τότε που τα ζούσαμε»:

«Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ’ αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει».

(«Τότε που ζούσαµε», Αθήνα, Κέδρος 1974 και ανατύπωση στο Μεταίχµιο, 2004)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Στο ίδιο ιστορικό περιστατικό, την εκτέλεση δηλαδή των 200 της Καισαριανής, αναφέρεται ο ποιητής του «Επιταφίου» στο ποίημά του «Σκοπευτήριο Καισαριανής – Μιλούν οι πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης»:

«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί. / Γυμνοί. Κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες –/ η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο. / Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. / Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες / αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον /

Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ ανοίγουν στο μέλλον. / Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον θυμηθείτε το: αν η ελευθερία / δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, / εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας».

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Η εκτέλεση της Καισαριανής εμπνέει όμως και τον Κώστα Βάρναλη που περιγράφει τον ηρωικό πεσιμισμό του γεγονότος («Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μον’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι…»):

«Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα / με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη / όποιος και νά ‘σαι, όθε και νά ‘σαι, κι ό,τι άνθρωπος νά ‘σαι. / Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος,/ φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις, / τον αδερφό σου αντίκρα σου, με μάνα εσύ κι εκείνος. / Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου, το σύνορο του κόσμου. / Σ’ αυτήν επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος. / Ητανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω / (έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη) / που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους / και θέρισε με μπαταριές, οχτρός ελληνομάχος, / όχι έναν, δυο, ή τρεις… διακόσια παλληκάρια. / Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,/ μον’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. / Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνω απ’ όλους, / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος ( …)».

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Μια δική του Πρωτομαγιά περιγράφει στο ομότιτλο ποίημα ο συγγραφέας του «Κιβωτίου», η οποία δεν αντλεί μάλιστα την έμπνευσή της από τους αγώνες των εργατών:

«Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή / τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της. / Ενα καΐκι στάθηκε καταμεσής στο πέλαγο. / Γαλήνη./ Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες / (δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου). / Περίμενε. Θα ξημερώσει. / Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο / αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι. / (Τα νερά ν’ ανασαίνουν ζεστασιά / το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα / κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.) / Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο/ τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής, / ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι / μια υπόσχεση ελπίδας».