Πολιτιστικός αναρχισμός. Η πρώτη εντύπωση απ’ το σπίτι-ατελιέ του Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Κριεζώτου, όταν, αφού δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, μεταβλήθηκε απ’ τον Αγγελο Δεληβορριά σε μουσείο ουσιαστικά της γενιάς του ’30. Δείγματα μεγάλης ζωγραφικής, λαϊκά χρηστικά αντικείμενα, σχέδια σκηνικών, δισκάκια 45άρια, Ρίτσος, Τάσσος, Γκίκας, Μόραλης. Εκθεση μιας συλλογής σημείων, έργων, γραπτών, εικόνων, που μέσα στο νέο μουσείο ανασυνέθεσε μια γενιά κι όχι μια ιδεολογική επικράτεια. Κάποιοι μισούν τη συγκεκριμένη γενιά, αυτή του ’30 (ιδίως αρκετά απ’ τα «παιδιά της», της γενιάς του ’60, ’70). Τη θεωρούν «δεξιά», θεωρούν ότι νομιμοποίησε μια μορφή εθνικισμού κ.λπ. Ο Αγγελος Δεληβορριάς, αδογμάτιστος, εκ φύσεως ερευνητής (ένας ηδονοθήρας της αισθητικής), διευρύνοντας τα περιεχόμενα του Μουσείου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, δημιούργησε νέες αναγνώσεις του εκθέματος και του συγκειμένου. Το έργου και του περιβάλλοντος το έργο. Ετσι σε μια διαρκή διαπλάτυνση, ουσιαστικά δημιούργησε διαφορετικούς όρους μουσειακής έμφασης. Οχι ζουμάροντας στο έκθεμα, αλλά εντάσσοντάς το σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον με ενότητες, συγκλίσεις και ετερότητες. Αυτή η πολυεπίπεδη συμπερίληψη δεν είναι απλώς η μουσειολογική προσέγγιση του Δεληβορριά, όσο μια αντίληψη να εξηγεί τα πράγματα, σαν να διαβάζει τον εαυτό του. Τόσο στενά, τόσο ευρέα, τόσο επώδυνα, τόσο διονυσιακά, τόσο ερωτηματικά. Ο Αγγελος ανέλαβε ένα μουσείο, το Μπενάκη, με μάλλον δυσδιάκριτο χαρακτήρα, με επικαλύψεις του περιεχομένου του και του ανέπτυξε εκείνα τα υπόρρητα χαρακτηριστικά που το χειραφέτησαν. Του έδωσε την δύναμη του πολυμερούς, αυτού του χαρακτήρα που ανακτούσε την ταυτότητα μέσα απ’ τη συνέκθεση ετεροτήτων. Κατάφερε δηλαδή το μουσείο (του) να συμπυκνώσει τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του ελληνικού πολιτισμού. Δημιούργησε βλέμμα, θέαση, ερμηνευτικό σώμα.
Το δύσκολο με τον Δεληβορριά είναι ότι τον αγαπάς. Ετσι αιχμαλωτίζεσαι στην εκθείαση, χάνοντας ίσως το βασικότερο στοιχείο της διανοητικής προσωπικότητάς του, την κριτική, την αφομοίωση του αδόκιμου. Αλλά το ακόμη οδυνηρότερο είναι ότι αναχωρεί απ’ το έδαφος μιας μεγάλης ερημιάς. Οχι ότι είναι ριζικά υπέρτεροι ο Παπαγιώργης, ο Ασδραχάς, ο Βεργόπουλος που έφυγαν προχθές, ο Δεληβορριάς που έφυγε τώρα. Η πνευματική σκηνή ανανεώνεται, έχει τη δύναμη να δημιουργήσει τους επόμενους, γιατί έχει την αγωνία η χώρα. Ομως το πρόβλημα είναι ο φόβος ότι αυτός που φεύγει «παίρνει κι εσένα μαζί του», ένα τμήμα της προσωπικής σου επένδυσης, ένα κομμάτι του πνευματικού σου αποταμιεύματος. Σου αφαιρείται. Είναι αυταπώλεια ο θάνατος του πνευματικά προσφιλούς. Αυτός ο υφέρπων πανικός (συχνά με τη μορφή θρήνου) είναι πέρα απ’ τα σύνορα της οδύνης. Δείχνει την αδυναμία, την ατολμία να δεις τον θάνατο χωρίς να τον συνδέσεις με τη βίαιη ανασύνταξή σου, με τη αναθεώρηση καθησυχαστικών παραδοχών. Να δεις την αλληλουχία αναχωρήσεων σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων, χωρίς να διαγιγνώσκεις την επείγουσα ανάγκη της δικής σου ανασυγκρότησης. Την ανάγκη να βρεις τα νέα μέτρα, τα νέα βάρη, τα επόμενα πρόσωπα, να βρεις τη σχέση με το έργο του εκλιπόντος, σ’ ένα απελεύθερο πεδίο. Η οδύνη μπορεί να είναι μορφή νωθρότητας και φυγοπονίας.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής