Χάθηκε το σημείο αναφοράς μας. Με αυτήν τη φράση περιέγραψε την απώλεια του Αγγελου Δεληβορριά, αναμορφωτή και επί 41 χρόνια διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, μια συνεργάτριά του. Μια άλλη συνεργάτριά του, υπεύθυνη ενός από τα δημιουργικά τμήματα του Μουσείου, έκανε λόγο για μια προσωπικότητα με ιδιαίτερο συνδυασμό χαρισμάτων. Ακέραιος, βαθιά ανθρωπιστής και ξεροκέφαλος –επίμονος δηλαδή στους στόχους του, χωρίς να λογαριάζει το προσωπικό κόστος.
Αλλά ήταν και πολλά άλλα ο Αγγελος Δεληβορριάς. Ηταν ένας βαθύτατα καταρτισμένος αρχαιολόγος, με σημαντική διαδρομή στην αρχαιολογική υπηρεσία, με εργασίες και με ανασκαφική δραστηριότητα. Αλλά, πρωτίστως, θα μείνει στη μνήμη μας ως ο άνθρωπος που εξοικείωσε τους Ελληνες με τη σύγχρονη αντίληψη για τα μουσεία.
Ώς τον Δεληβορριά, οι Ελληνες πίστευαν για τα μουσεία ό,τι και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Οτι είναι αποθήκες παλιών πραγμάτων, που αφορούν μόνο όσους ασχολούνται με τα παλιά πράγματα. Εμείς ειδικά πιστεύαμε ότι τα μουσεία χρειάζονται για να αποθηκεύουμε τα τεκμήρια ενός ένδοξου παρελθόντος, τα οποία επισκεπτόμαστε μια φορά ως μαθητές και στα οποία πηγαίνουν οι τουρίστες για να θαυμάζουν τι τζιμάνια προγόνους είχαμε.
Μετά τον Δεληβορριά, ο οποίος κλήθηκε να διαχειριστεί τη συλλογή ενός κληροδοτήματος με ένα ωραίο ακίνητο στο κέντρο της Αθήνας, η αντίληψη αυτή άλλαξε αργά και βασανιστικά. Ο Δεληβορριάς άλλαξε την ιδέα που είχαμε για τα μουσεία. Δεν είναι απλές κιβωτοί μνήμης, αλλά τεκμήρια σεβασμού, ταξινόμησης και ανάδειξης του παρελθόντος, των πολιτιστικών επιτευγμάτων του, αλλά και φυτώρια αισθητικής και πνευματικής καλλιέργειας, και κελύφη ζωής, και χώροι όπου το παρελθόν συναντάει το σήμερα. Κάπως έτσι το Μουσείο Μπενάκη έγινε σημείο αναφοράς, και μεγάλωσε, με παραρτήματα όπως το κτίριο της οδού Πειραιώς, το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης και, εσχάτως, η οικία του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα που μετατράπηκε σε μουσείο της «γενιάς του ’30» –της πιο δυτικόφρονος και εξωστρεφούς πνευματικής ελίτ της χώρας.
Για να γίνουν όλα αυτά κατορθωτά, ο Δεληβορριάς έπρεπε να πολεμήσει ουσιαστικά την Ελλάδα της ακινησίας. Το έκανε με κέφι, με πείσμα και, συχνά, με σαρκασμό. Και για να γίνει ακόμα πιο αποτελεσματικός, μεταμορφωνόταν εύκολα, αυτός, παιδί μιας ελίτ, σε λαϊκό –για να διεκδικήσει μια δωρεά, μια επιχορήγηση, μια διεθνή συνεργασία. Συνδύαζε, εξίσου, τον πρακτικό χειρώνακτα και τον καταρτισμένο ρέκτη του πνευματικού και καλλιτεχνικού παρελθόντος –κι αυτό δεν είναι εύκολο, προϋποθέτει στέρεη γνώση και σεμνότητα. Αλλά όλα αυτά ο Δεληβορριάς τα διέθετε. Και του έδιναν σιγουριά. Δεν οχυρώθηκε λοιπόν πίσω από μια δημόσια εικόνα, δεν έπαιξε τον κουλτουριάρη, τον σνομπ, τον απόμακρο, τον νεφεληγερέτη. Δεν χρειαζόταν. Ηταν εκεί, ήξερε –κι αν δεν ήξερε, γνώριζε πού να ρωτήσει.
Ηταν πολύ παραπάνω από αναγεννησιακός διανοούμενος ο Αγγελος Δεληβορριάς. Ηταν ένας δημιουργικός εργάτης που αφιέρωσε τη δουλειά του στο κοινωνικό σύνολο –κάτι που δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ, αν μπορούσε, η αγοραφοβική ελληνική πολιτική και πολιτιστική ζωή. Κι ήταν ανένταχτος, ελεύθερος, ωραίος. Αριστοκράτης.
Χωρίς προσωπικότητες σαν τον Δεληβορριά, η Ελλάδα θα ήταν αυτό που πολλοί προσπαθούν να τη μετατρέψουν: ένας άθλιος βαλκανικός βάλτος. Δεν είναι αυτή η μοίρα της.