Γλάρο τη λέγανε, κάνε μια ψαλιδίτσα. Να είναι βαθιά – βαθιά όμως, να μην τον τσιγκουνεύεσαι τον πόνο. Στις ψαλιδιές σε θέλω κιμπάρη. Να τις σκορπάς, να κάνει κέφι η παρέα. Κι αν γίνει καμιά στραβή και ισιώσουν αίφνης τα πράγματα; Θα ξαναθυμηθούμε άραγε πώς είναι να γελάει κανονικά ο άνθρωπος ή θα μας βρουν με τον μορφασμό κοκαλωμένο στη μούρη; Κάποιοι θα τον ερμηνεύουν ως γέλιο, κάποιοι άλλοι σαν πάρεση του προσωπικού, αλλά μόνον εμείς θα ξέρουμε ότι υπήρξαμε η πρώτη ιστορική γενιά που για λόγους επιβίωσης τα καταφέραμε να διαστρέψουμε εντελώς την αίσθηση του χιούμορ. Από το να φάμε τις σάρκες μας χίλιες φορές προτιμότερο να σαρκάζουμε με τον Κουβέλη και τον Καμμένο. Διότι κάθε ιστορική φάση έχει τα δίκια της, τα πώς και τα γιατί της. Θα μας συγχωρέσει ο μελλοντικός άνθρωπος, θα δεις. Αλλωστε, αυτοί οι μελλοντικοί είναι από τη φύση τους πολύ εύπιστοι. Ο,τι τους σερβίρεις το καταπίνουν. Με τους τωρινούς να δούμε τι θα κάνουμε τώρα που καταργείται το καλαμάκι και θα πρέπει να πίνουν τον φραπέ τους με το κουταλάκι του γλυκού ή με τα τσοπ στικς του κινέζικου.
Παίζοντας διαρκώς αμυντικοεπιθετικό σύστημα, χώρια που γεμίσαμε φρεγάτες, γεμίσαμε και εχθρούς. Δεν με πείθεις ότι το πλαστικό είναι ο Αρμαγεδδών του σύγχρονου κόσμου γιατί θα επικαλεστώ τον πρότερο έντιμο βίο του. Για να μην σας κρατάω σε αγωνία, το πλαστικό είναι ο τυραννοκτόνος, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων της νέας εποχής. Οπου και να το βάλεις, στην υφαντουργία, στη μόδα, στις κατασκευές, στη βιοτεχνία, στον υλικό πολιτισμό γενικότερον, καταλύει τις ταξικές διαφορές και λειτουργεί πάντα υπέρ του αδυνάτου. Κι αδύνατος είναι ο παππούς μου βρε βλάκα, που πίνει πια το νεράκι του με το εύκαμπτο πλαστικό καλαμάκι γιατί έχει εξασθενίσει η δυνατότητά του της κατάποσης. Ασθενής είσαι κι εσύ, που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το όφελος από τη χασούρα και να προστατεύσεις τις θάλασσες χωρίς όμως να πνίξεις τον παππού μου. Αλλά πότε τα βρήκαμε για να τα βρούμε τώρα;