Από τότε που ξεκίνησε η ελληνική κρίση, το ενδιαφέρον στη χώρα μας για τις διατλαντικές σχέσεις περιορίζεται στο κατά πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να παρέμβουν υπέρ της Ελλάδας. Πραγματικά, ο Μπαράκ Ομπάμα άσκησε πίεση προς την Ανγκελα Μέρκελ για τη διάσωση της ευρωζώνης και την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, ιδίως την άνοιξη του 2010 και το καλοκαίρι του 2015. Eπίσης, αν και δρουν εκ του ασφαλούς, καθώς δεν χρηματοδοτούν την Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενθαρρύνει τη λήψη περισσότερων μέτρων για την τόνωση της ανάπτυξης και την αναδιάρθρωση του δημόσιου ελληνικού χρέους. Ο Ντόναλντ Τραμπ ακολουθεί την πολιτική του προκατόχου του.
Προφανώς, όμως, οι διατλαντικές σχέσεις δεν σχετίζονται μόνο με το ελληνικό πρόβλημα. Από τη στιγμή που η ελληνική κρίση βρίσκεται πλέον γενικά υπό έλεγχο και η Γερμανία συνεργάζεται αρμονικά με το ΔΝΤ –αν και εξακολουθούν να διαφωνούν για το χρέος –η ελληνική κρίση κάθε άλλο παρά κυριαρχεί στις συζητήσεις. H πρόσφατη επίσκεψη του Εμανουέλ Μακρόν στην Ουάσιγκτον αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το βασικό θέμα που απασχολεί είναι ο νέος προστατευτισμός του Τραμπ και αν η Ευρωπαϊκή Ενωση θα συνεχίσει να εξαιρείται από τους δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Η Ελλάδα παρακολουθεί αμέτοχη, αν και η ζημιά μπορεί να είναι σημαντική. O τζίρος των εμπορικών της συναλλαγών με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πέρυσι $2,2 δισεκατομμύρια, με τη χώρα μας να απολαμβάνει πλεόνασμα περίπου $300 εκατομμυρίων.
Οσον αφορά το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η επίσκεψη Μακρόν, αλλά και αυτή της Μέρκελ που ακολουθεί, αποτυπώνουν την προσπάθεια του γαλλογερμανικού άξονα να μείνει ζωντανή η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Για αυτό, Βερολίνο και Παρίσι έχουν προτείνει νέο πρόγραμμα κυρώσεων κατά της Τεχεράνης, που για να εφαρμοστεί χρειάζεται την έγκριση όλων των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει την τάση να ασκεί εύκολα βέτο για διάφορα θέματα χωρίς, απαραίτητα, να αποκομίζει οφέλη. Αντίθετα, μόνο τη διεθνή της θέση επιδεινώνει, καθώς ναι μεν η φωνή της ακούγεται πιο δυνατά αλλά για αρνητικό λόγο. Ο καλύτερος τρόπος υπεράσπισης των ελληνικών θέσεων είναι η ευθυγράμμισή τους με τη γραμμή των Βρυξελλών. Η Ελλάδα δεν έχει το ειδικό βάρος της Γερμανίας να μπορεί να αναλαμβάνει ξεχωριστές πρωτοβουλίες. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που η ελληνική κρίση δεν βρίσκεται στο επίκεντρο, μόνο να χάσει θα έχει, αν προβεί σε κινήσεις αρνητικού εντυπωσιασμού. Η διατήρηση των διατλαντικών σχέσεων στο καλό επίπεδο του παρελθόντος εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα και το θέμα χρήζει περισσότερης προσοχής εντός της χώρας.
Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin-Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων διεθνών σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης