Το σχέδιο ήταν μεγαλεπήβολο και είχε αναγγελθεί με το αρμόζον ταρατατζούμ: Η Ελλάδα θα αποκτούσε, επιτέλους, «διαστημική στρατηγική». Και, ταυτόχρονα, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής –το χαρτοφυλάκιο του οποίου οι άσπονδοι φίλοι του παρομοίαζαν με των Επισκόπων in partibus infidelium, για τους οποίους έγραφε ο Μαρξ –αποκτούσε πεδίο δράσης σπουδαίο.
Οι δύσπιστοι, βέβαια, δυσπιστούσαν. Οι κακοπροαίρετοι ήταν, ως συνήθως, έτοιμοι να το πάρουν στο ψιλό. Οι γελοιογράφοι είχαν αρχίσει να παριστάνουν τον υπουργό με κάσκα αστροναύτη. Αλλά μια κίνηση ήταν αρκετή να τους αποστομώσει όλους. Ενας από τους πιο αναγνωρισμένους διεθνώς επιστήμονες, που είχε διευθύνει μερικά από τα σημαντικότερα διαστημικά προγράμματα του σημαντικότερου διαστημικού οργανισμού στον κόσμο, της NASA, καλοπροαίρετος, δέχθηκε να περιβάλει με το κύρος του το σχέδιο. Ανέλαβε επικεφαλής του νεόδμητου δημόσιου οργανισμού, του ΕΛΔΟ, που θα αναλάμβανε την πραγμάτωση του διαστημικού ονείρου. Κι όταν ο υπουργός ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα ελληνικών μικροδορυφόρων, με προϋπολογισμό 23,9 εκατομμύρια ευρώ, και οι δύσπιστοι ετοιμάζονταν πάλι να το πάρουν στο ψιλό, η παρουσία του Σταμάτη Κριμιζή τούς έκανε να καταπιούν τη γλώσσα τους.
Ενα πρόβλημα υπήρχε μόνον: ότι κανείς στο υπουργείο δεν έπαιρνε στα σοβαρά όσα εκείνος έλεγε για αξιολόγηση και αριστεία και για την πρόθεσή του να γίνει ο ΕΛΔΟ το πρότυπο ενός νέου τύπου, αξιοκρατικού δημόσιου οργανισμού.
Κι έπειτα τα πράγματα πήραν τον γνώριμο δρόμο. Ως έδρα του δημόσιου φορέα ορίστηκε ένα γραφείο μέσα στο υπουργείο, τρίτη πόρτα αριστερά από το γραφείο του αρμόδιου γενικού γραμματέα. Κι έπειτα εκδόθηκε μια υπουργική απόφαση, σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση και η διαχείριση (της κατανομής της χρηματοδότησης, περιλαμβανομένης) όλων των Διαστημικών Προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Διαστημικού Οργανισμού (ύψους 16 εκατ. ευρώ) δεν είναι αρμοδιότητα του ΕΛΔΟ, αλλά μιας επιτροπής, στην οποία ο υπουργός θα διόριζε διοικητικούς υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας του υπουργείου.
Ο Κριμιζής, φυσικά, παραιτήθηκε, δηλώνοντας ότι δεν θέλει να μετέχει στη μετατροπή ενός δημόσιου οργανισμού σε «μη αξιόπιστη γραφειοκρατική δομή που θα μπορούσε να γίνει υποχείριο οποιουδήποτε πολιτικού προϊσταμένου». Και η ζωή συνεχίζεται. Σιγά δα –απεφάνθη ο ελληνοπρεπής και θρησκευόμενος διάδοχός του. Πώς κάνετε έτσι εσείς οι δημοσιογράφοι; «Υπάρχουν πολλοί έλληνες επιστήμονες που εργάζονται στο εξωτερικό, απλά εσείς προβάλλετε περισσότερο τον κ. Κριμιζή». Πάλι καλά που δεν του σκάρωσε ακόμη του Κριμιζή κανένα από εκείνα τα ωραία tweet ο Πολάκης…
Αυτή η υπόθεση ήταν μια ήττα μας –είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης. Κι είχε δίκιο. Μόνο που πρόκειται για διπλή ήττα.
Είναι μια ήττα στη σημαντικότερη μάχη του μέλλοντος, τη μάχη να ανακτηθούν για τη χώρα κάποιοι από τους δεκάδες χιλιάδες νέους επιστήμονες που ξενιτεύτηκαν στα χρόνια της κρίσης. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η συχνότερα μνημονευόμενη από τους ίδιους αιτία της διαρροής εγκεφάλων, συχνότερα κι από την έλλειψη ευκαιριών για απασχόληση και ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, είναι η εμπεδωμένη αίσθηση φαυλότητας, αναξιοκρατίας, κομματισμού με την οποία προσλαμβάνεται από τους νέους καθετί το δημόσιο εν Ελλάδι. Φανταστείτε, λοιπόν, έναν νέο επιστήμονα που τυραννιέται από νοσταλγία κάπου στην Ευρώπη ή την Αμερική. «Αν έτσι μεταχειρίζονται έναν Κριμιζή, εγώ τι τύχη θα έχω; Ασ’ το καλύτερα. Θα σας δω το καλοκαίρι, στις διακοπές».
Κι είναι μια ήττα, μία ακόμη, σε μια μάχη που τριάντα χρόνια τώρα, με περισσότερες ήττες παρά νίκες, δίδεται, για την «αποκομματικοποίηση του κράτους».
Το ΑΣΕΠ του Αναστάση Πεπονή, το 1994, ήταν ο πρώτος σταθμός αυτού του άνισου αγώνα. Τα ΚΕΠ του Σταύρου Μπένου ήταν ο επόμενος σταθμός. Μια προσπάθεια να επαναπροσδιοριστεί η σχέση κράτους – πολίτη, να οριστεί με νέο τρόπο η λειτουργία του Δημοσίου, που έμεινε ημιτελής, υπονομεύθηκε, αλλά αντέχει ακόμη, ως υπόσχεση περισσότερο παρά ως αποτέλεσμα. Ο Συνήγορος του Πολίτη, του Νικηφόρου Διαμαντούρου, και οι άλλες ανεξάρτητες Αρχές που ακολούθησαν το υπόδειγμά του ήταν ένας τρίτος σταθμός, κάτι σαν εκούσιος αυτοπεριορισμός της εκτελεστικής εξουσίας –δηλαδή του παντοδύναμου κόμματος που κάθε φορά την ασκεί. Η Διαύγεια του Γιώργου Παπανδρέου ήταν η επόμενη κερδισμένη μάχη. Θα μπορούσε η συνέχεια να δοθεί τώρα, τώρα που με την επιμονή των ξένων πάει να επιβληθεί η αξιολόγηση στο Δημόσιο και η α-πολιτική, αποκομματικοποιημένη επιλογή, με θητεία που υπερβαίνει τον εκλογικό κύκλο, εκείνων που κατέχουν θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο. Αλλά η μάχη εξελίσσεται ήδη σε πελώριο, καταγέλαστο φιάσκο.
Τριάντα χρόνια τώρα δίνεται μια μάχη για να γιατρευτεί το θεμελιώδες πρόβλημα της χώρας: η ατροφία, ο πολιτικός εξανδραποδισμός της Δημόσιας Διοίκησης, την οποία οι πολιτικές ελίτ χρησιμοποιούν (όπως γράφει ο Δ. Σωτηρόπουλος) «περισσότερο ως πηγή που δημιουργεί ψήφους παρά ως εργαλείο εφαρμογής πολιτικής». Η κρίση, με όλα της τα δεινά, είχε δημιουργήσει την ελπίδα ότι έστω αργά, έστω με μύριες αντιστάσεις, αυτή η μάχη θα έφθανε στην τελική νίκη.
Αλλά αυτό που τρία χρόνια τώρα παρακολουθούμε είναι ένας καλπασμός «όπισθεν ολοταχώς». Από τα σπλάγχνα της ελληνικής Αριστεράς –της συνεπέστερης και πιο φωτισμένης κάποτε κριτικής φωνής απέναντι στο πελατειακό κράτος –δημιουργήθηκε ένας νέος πολιτικός σχηματισμός, ας τον ονομάσουμε συριζανελισμό, που στο όνομα μιας πρωταρχικής συσσώρευσης μέσων εξουσίας επιδιώκει την απελευθέρωση της κυβέρνησης, της εκτελεστικής εξουσίας, από τα δεσμά και τους καταναγκασμούς της διάκρισης των εξουσιών, των ενοχλητικών ανεξάρτητων Αρχών, των ακόμη πιο ενοχλητικών ΜΜΕ, ή της με ελάχιστες εγγυήσεις ανεξαρτησίας Διοίκησης. Ο Κριμιζής ήταν η τελευταία (η πιο πρόσφατη, δηλαδή, όχι η στερνή δυστυχώς) πράξη αυτού του δράματος.