Αν τα μεταξωτά στρινγκ απαιτούν επιδέξια οπίσθια, τότε σίγουρα η στολή παραλλαγής δεν ταιριάζει σε τεράστιο πισινό επί του οποίου μπορούν τρεις να παίζουν πρέφα κι ένας να γράφει. Και αν το ράσο δεν κάνει τον παπά, τότε σίγουρα μια λοκατζίδικη φόρμα δεν κάνει καταδρομέα κάποιον άκαπνο, αγύμναστο και στρογγυλό, πέραν του ότι η όλη εικόνα μπορεί ενίοτε, υπό ορισμένη γωνία, να θυμίζει ουρακοτάγκο με στολή ναυάρχου.
Δεν ξέρουμε γιατί διάφοροι άνθρωποι αρέσκονται να ντύνονται μιλιτέρ, και μάλιστα των Ειδικών Δυνάμεων, εφόσον, ντυμένοι απλοί φαντάροι, έστω, με σακίδιο πραγματικό, πλήρη φόρτο μάχης και ένα όπλο στο χέρι, δεν θα μπορούσαν να διανύσουν ούτε είκοσι μέτρα τρέχοντας χωρίς να πάθουν κάτι μεταξύ κλακάζ και ανακοπής.
Είναι μια εκδοχή της ροπής προς την παρενδυσία; Ποιος ξέρει –πάντως έχουμε στην γειτονιά έναν τέτοιο κύριο, ο οποίος, όταν αρχίσει η περίοδος του κυνηγίου, φοράει άρβυλα, γιλέκο παραλλαγής, μπεκατσοπαντέλονο, τζόκεϊ με λαχούρια, φισεκλίκια χιαστί, κρεμάει παγούρι αλουμινίου και μαχαίρι επιβίωσης στη στρατιωτική ζώνη, παίρνει μια καραμπίνα που είναι αμφίβολο αν έχει πυροβολήσει ποτέ, βγαίνει καμαρωτός έξω, στο πεζοδρόμιο, περπατάει τρία – τέσσερα τετράγωνα για να τον δούνε, και μετά επιστρέφει ηρωικά στο σπίτι.
Ισως επηρεάστηκε απ’ την ταινία « Ο ελαφοκυνηγός», ή απ’ την «Επιστροφή», ίσως όχι, ωστόσο κι ευτυχώς είναι ο πιο ακίνδυνος κυνηγός –την μόνη φορά που είδε ζωντανό αγριογούρουνο ήταν όταν είχαν εισβάλει μερικά μικρά κοπάδια απ’ το Πανόραμα στην πόλη, τον Σεπτέμβριο, και είδε ένα απ’ το παράθυρο να ψάχνει για κανένα υπόλειμμα καρπουζιού στους κάδους των σκουπιδιών.
Πάντως είναι μερικοί, κυρίως της επιδεικτικά αντιπολεμικής ιδεολογίας όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, που αν τύχει να πάρουν την εξουσία αρχίζουν να ντύνονται στρατιωτικά, με στολές παραλλαγής, τζόκεϊ και αρβύλια –και είναι πραγματικά περίεργο, διότι ακόμα και ο Ιωάννης Μεταξάς που ήταν όντως στρατηγός και δικαιούνταν να είναι ολίγον στρατόκαυλος, αφότου έγινε δικτάτορας, ή αφότου διεύθυνε τον πόλεμο κατά των Ιταλών, δεν έχει φωτογραφιστεί με στρατιωτική στολή, παρά μόνο με κουστούμια, γραβάτες και συχνά με ρεντιγκότα. Ενώ βλέπουμε τον Φιντέλ, όταν ζούσε, τον Ραούλ, τον Τρότσκι, τον Στάλιν, τον Μάο, φωτογραφισμένους συνήθως με στολές του στρατού και με τζόκεϊ όπως φοράει κάποιος άσχετος κράνος όταν μπαίνει σε καραγιαπί ή στα εργοτάξια της ΔΕΗ στην Κοζάνη.
Ο Ομηρος λέει πως το όπλο από μόνο του τραβάει τον άντρα, αλλά εντέλει μάλλον είναι απλώς η στολή, το πολεμικό φαίνεσθαι που γοητεύει αρκετούς εκ του ασφαλούς –μην ξεχνούμε και τα στρατιωτικά αμπέχονα, μετά την δικτατορία, που βοηθούσαν τους νέους στον υποτιθέμενο ταξικό πόλεμο και σε άλλες αυταπάτες, τα αρβύλια που συμπλήρωναν την πόζα, τα μούσια, που κι αυτά είχαν την συμβολική αναφορά τους στους καπεταναραίους και στον Γκεβάρα. Συν το ταγάρι που ήταν κάτι σαν μεταλλαγμένος γυλιός μάχης, όπως και τα πέδιλα, διότι το τακούνι και η γόβα ήταν αστικά αξεσουάρ, ταξικώς απορριπτέα, πολύ δεν περισσότερο τίποτα δαντέλες και διαφανείς κάλτσες με ραφή που εκπροσωπούσαν τον καπιταλισμό και την αντίδραση. (Η μη γραβάτα δεν είναι αναδρομική παραλλαγή του αμπέχονου;).
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος βλέπει τη στολή ερωτικά. Γράφει σε ένα ποίημά του:
Με τι συστολή
φοράς την στολή
κι όταν την πετάς
πετάς

Και ίσως είναι αλήθεια πως το μιλιτέρ ντύσιμο στην καθημερινή πολιτική ζωή εκπέμπει κάποια λίμπιντο, δυνάμει σαδομαζόχ –ο Χριστιανόπουλος, επίσης, μιλάει για την παρακμή και την απομυθοποίηση της παλιάς, αντρικής αρβύλας που την θέση της πήραν τα κομψά, φλωρίστικα μποτάκια.
Στη δεκαετία 1950-1960 ο Ελληνικός Στρατός υποχρέωνε (και πολύ σωστά) τους αξιωματικούς που έπαιρναν τότε χθαμαλούς μισθούς, αν δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν και να φορούν ένα καλό κοστούμι εκτός στρατοπέδου, να ενδύονται την στολή εξόδου τους, καλοσιδερωμένη, άψογη, με βάση την φιλοσοφία που ονόμαζαν «φάουσα πενία». Δηλαδή λαμπερή ένδεια (απ’ το φάω: φέγγω), ώστε να κρατούν την αξιοπρέπειά τους.
Κάθε στολή κάτι σημαίνει, ακόμα και η «στολή» του αναρχικού. Αλλά, διάφορα συστήματα παίρνουν τις ιδέες και τις μετατρέπουν σε μόδα, όπως το πρόσωπο του Τσε, ή τα τατουάζ του βαρυποινίτη, που τώρα τα χτυπάει στο μπράτσο του το κάθε τσουτσέκι που δεν έχει δει φυλακή ούτε με το κανοκιάλι.
Κάτι σημαίνουν όλα, ακόμα και η στολή του φούρναρη –αλλά, πια, ζούμε από καιρού μια παραφθορά των πάντων, όπως και της ρήσης που λέει «Μας είδανε αλευρωμένους, μας πέρασαν για μυλωνάδες», που καταλήγει στο: θα μας δούνε αλευρωμένους, άρα ίσως μας περάσουνε για μυλωνάδες. Το φαίνεσθαι, η παραλλαγή, και πες αλεύρι.
Είμαστε στο σημείο όπου η φαιδρότητα θέλει να εμφανιστεί ως γενναιότητα και δυνάμει ηρωισμός. Δειλαιογενναίοι δουλοπρίγκηπες σκιαμαχούν. Ντρολ ντε γκερ και αεράμυνα μετά από πολλή φασολάδα. Μικροί-μεγάλοι στο καφενείο. Και να είχες το παράστημα, να είχες το στυλ, να σου πήγαινε κάπως, να σου συγχωρήσουμε τη στολή παραλλαγής –έστω για λόγους καθαρά αισθητικούς.
Αλλά εδώ υπάρχει ακραία αντίφαση ακόμα και αισθητική, πέραν της ουσίας. Τι θα λέγαμε, ας πούμε, αν βλέπαμε έναν κροκόδειλο ντυμένο με ροζέ μπέιμπι-ντολ; Οτι είναι σέξι; Μπορεί –διότι περί ορέξεως σπανακοτυρόπιτα. Γούστα είναι αυτά. Κι εμένα μ’ αρέσει ο σολομός με φινόκιο. Σ’ άλλους αρέσει ο Πινόκιο.
Δηλαδή τα πράγματα είναι τόσο μεταμφιεσμένα και σοβαρά από ορισμένες πλευρές, που δεν μπορούμε να τα ξορκίσουμε παρά με ένα ατελεύτητο γέλιο. Τουλάχιστον μέχρι να έρθουν τα δυο νέα γαλλικά μπρίκια (αφού τελικώς δεν θα λάβουμε φρεγάτες) να μας ενισχύσουν –κανονικά μπρίκια κι όχι για καφέ-ο-λε. Δυστυχώς, είναι κάπως αργά να καλέσουμε προς βοήθεια και τον ένδοξο και εμπειροπόλεμο γάλλο στρατηγό Λουί ντε Φινές.