«Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι “να ψηλώνη ο νους της”. Είχε “παραλογίσει” επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Εκλινεν επί του λίκνου. Εχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού διά να το “σκάση”. Ηξευρεν ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια “να σκάζουν” τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλ’ είχε “παραλογίσει” πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη. Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν. Είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν στόμα του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους και τον έσφιγξεν επ’ ολίγα δευτερόλεπτα. Αυτό ήτον όλον».
Σαν από αντίδραση στο «έγκλημα της Νέας Σμύρνης», ξεφύλλιζα προχθές το βράδυ τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Να ξαναδιαβάσω ύστερα από πολλά χρόνια για τα πάθη της Φραγκογιαννούς. Οχι για να δώσω ποιητική διάσταση στην 22χρονη παιδοκτόνο αλλά διότι μέσα από αυτό το κείμενο άρχισα να αντιλαμβάνομαι, στην εφηβεία μου ακόμη, ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ένα έγκλημα μπορεί να έχει δύο θύματα. Το φυσικό θύμα και τον θύτη. Αυτό δεν αθωώνει τον ένοχο. (Αλλωστε και η Φραγκογιαννού πλήρωσε για τα εγκλήματά της –ακόμη και αν στο θολωμένο της μυαλό έπνιγε τα κορίτσια για να τα γλιτώσει από το αδιέξοδο κακορίζικο του γυναικείου γένους). Βάζει όμως μέσα στο κάδρο και τον περίγυρο. Οχι με την έννοια του ασυνείδητου συνένοχου. Αλλά ως απόλυτα συνειδητού τιμωρού.
Αυτή η δολοφονία δεν μας σοκάρισε μόνο. Μας …ξεβόλεψε. Γι’ αυτό πέσαμε επάνω της. Να μοιράσουμε ευθύνες, να αθωώσουμε, να καταδικάσουμε, να αποφανθούμε για ελαφρυντικά, να προτείνουμε ποινές. Πριν καλομάθουμε για το έγκλημα είχαμε αποφασίσει την τιμωρία. Σε ποια περίπτωση θα μας βόλευε; Αν είχε συμβεί σε κάποιο γκέτο, στο Ζεφύρι για παράδειγμα. Αν η παιδοκτόνος ήταν ένα ερείπιο ζωής εξαρτημένο από τα ναρκωτικά. Ή μια αλλοδαπή φτωχοπόρνη με μισοβαμμένα νύχια και μαύρη ρίζα σε ξανθά μαλλιά. Αλλά συνέβη σε μια μεσοαστική συνοικία. Σε «κανονικούς» ανθρώπους όπως συνηθίσαμε να λέμε, χωρίς να έχουμε καν προσδιορίσει την κανονικότητα. Και που όταν αρχίσουμε να διακρίνουμε τι είδους σκελετοί μπορεί να κρύβονται πίσω από αυτήν την κανονικότητα, φοβόμαστε μήπως κάπου, σε κάποια αντανάκλαση, διακρίνουμε και τους δικούς μας σκελετούς.
Μία ευυπόληπτη γυναίκα η μητέρα της 22χρονης, υπάλληλος σε τράπεζα. Δεν ήξερε, δεν κατάλαβε, δεν υποψιάστηκε την εγκυμοσύνη ούτε τους δαίμονες που χόρευαν στην ψυχή της κόρης της. Πόσες φορές όσοι από εμάς σπεύσαμε να την κατηγορήσουμε για αδιαφορία δεν απωθήσαμε υποψίες για αγαπημένα μας πρόσωπα; Πόσες φορές τα αγαπημένα μας πρόσωπα κατάφεραν να μας ξεγελάσουν; Πόσες φορές έχουμε πει και έχουμε ακούσει το «πού να το φανταστώ;». Πόσες φορές προσπεράσαμε το «φοβόμουν» –που λέγεται ότι είπε το κορίτσι στην απολογία του –θεωρώντας το σχήμα λόγου; Και πόσο φοβόμαστε ότι ένας φόβος μπορεί κάποια στιγμή να μας εξοστρακίσει από τα κρύσταλλα του νου στα σκοτάδια της ψυχής;
Κι εγώ φοβάμαι. Τι θα συμβεί στην ψυχή της 22χρονης όταν συνειδητοποιήσει τι έκανε και στην ψυχή της μητέρας όταν συνειδητοποιήσει τι έκανε η κόρη της. Φοβάμαι και για τα κατσάβραχα της κρίσης και της λύτρωσης. Οπως το λέει ο Παπαδιαμάντης στην τελευταία παράγραφο της «Φόνισσας» : «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».