«ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» δημοσίευσαν την περασμένη εβδομάδα δημοσκόπηση, την οποία διενήργησε μία από τις παλαιότερες και πλέον αξιόπιστες εταιρείες στη χώρα μας. Απέναντι σε αυτό το αντικειμενικό δεδομένο η κυβέρνηση αντέδρασε (ορμώμενη προφανώς από ένα άλλο αντικειμενικό δεδομένο, τη δημοσκοπική της κατάρρευση) με έναν τρόπο που δεν προσιδιάζει σε δημοκρατίες: με μια επίθεση, χαρακτηριστικό της οποίας δεν ήταν μόνο η έλλειψη ψυχραιμίας, αλλά και η εκτόξευση λάσπης.
Απέναντι σε μια συνηθισμένη για την κυβέρνηση πρακτική, η οποία προδίδει τις αρχές του πολιτικού πολιτισμού, η εφημερίδα μας υποχρεώνεται να υπερασπιστεί τα αυτονόητα. Για να πει στις εκτός εαυτού «κυβερνητικές πηγές» που ασχημονούν ότι μια δημοσκόπηση δεν αποτυπώνει τίποτε άλλο από την πραγματικότητα της στιγμής κι ότι εάν αυτή η πραγματικότητα δεν είναι βολική για την κυβέρνηση δεν φταίνε ούτε οι πολίτες που πιστεύουν ό,τι πιστεύουν ούτε οι δημοσκόποι που τους ρωτούν για να μάθουν, αλλά ούτε οι εφημερίδες που δημοσιεύουν τις απαντήσεις τους.
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να πράξει το αυτονόητο: να αναζητήσει τους λόγους της δημοσκοπικής της κατάρρευσης (δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να τους εντοπίσει) και να κάνει ό,τι μπορεί, στο πλαίσιο πάντοτε του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, για να ανακάμψει. Λαμβάνοντας φυσικά υπόψη της άλλο ένα αυτονόητο: ότι στις δημοκρατίες η ανάκαμψη δεν έρχεται με ύβρεις, απειλές και λάσπη, αλλά με μέθοδο, έργο και αποτέλεσμα. Από αυτήν εδώ τη θέση, δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε στην κυβέρνηση, όπως θα ευχόμασταν σε όλες τις κυβερνήσεις για το καλό του τόπου, καλή επιτυχία. Με την –έστω και αμυδρή –ελπίδα ότι η κριτική, και η δική μας και όλων των Μέσων, θα αποτελέσει επιτέλους ένα κίνητρο για να γίνει καλύτερη.