Αναμφίβολα, υπάρχει πολλή επικοινωνιακή καταχνιά γύρω από την επίσκεψη Γιούνκερ. Δεν πρέπει να μας παραπλανούν οι ρητορικές εξάρσεις του προέδρου της Επιτροπής περί «ελληνικής Ευρώπης» ή «ευρωπαϊκής Ελλάδας» που παρακάμπτουν τις πολιτικές, οικονομικές και, αν θέλετε, πολιτισμικές δυσκολίες μας στη μακρά συμβίωση με τους εταίρους στην ΕΕ.
Είναι αλήθεια ότι ο κ. Γιούνκερ στήριξε τη χώρα στις δύσκολες στιγμές της «μεγάλης αυταπάτης» του α’ εξαμήνου 2015 και σε άλλες δύσκολες στιγμές. Αλλά η επίσκεψή του είναι ένα μόνο επεισόδιο στην πορεία προς το τέλος της δανειακής σύμβασης και του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (= Μνημονίου). Μετά η Ελλάδα μένει μόνη απέναντι στις απρόσωπες αγορές. Ώς τότε όμως εμπλέκονται όλοι οι θεσμοί –ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΜΣ, ΕΕ… Ενώ οι αγορές καραδοκούν. Οι θέσεις των παικτών έχουν σχεδόν διαμορφωθεί.
Θα δούμε τι θα κάνουμε και ας λέμε ό,τι θέλουμε. Θέλω να πω ότι η κυβερνητική προπαγάνδα που ανέσυρε πάλι το σύνθημα της «καθαρής εξόδου», πρώτον, παρακάμπτει ουσιώδεις εκκρεμότητες (τι θα γίνει με τα προαπαιτούμενα;), δεύτερον, καλλιεργεί νέες αυταπάτες για το μέλλον των μεταρρυθμίσεων –αυτών που έγιναν όπως έγιναν και αυτών που εκκρεμούν –και, τρίτον, δεν απαντά στο ερώτημα κάθε λογικού ανθρώπου όπως έδειξε η δυστοκία για το περιβόητο «ολιστικό πρόγραμμα»: Τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε τους κινδύνους για την ανάπτυξη που ελλοχεύουν; Επισημαίνω τους σπουδαιότερους: μεταρρυθμιστική αδράνεια, εξασθένηση θεσμών, ασύδοτος κομματισμός, πολιτική αστάθεια (λόγω εκλογικού συστήματος), θηριώδες χρέος.
Ρεαλιστικά εκτιμώντας τα πράγματα, θεωρώ ότι ο κ. Γιούνκερ μεταφέρει εδώ τη διαφαινόμενη, καίτοι διπλωματικά συσκευασμένη, συναίνεση στους θεσμούς. Θα την αντέξει η κυβέρνηση;