Στην υπόθεση της ΔΕΗ, είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε ότι ο λιγνίτης ως καύσιμο δεν είναι δωρεάν. Αντιθέτως, επειδή είναι πολύ ρυπογόνος, επιβαρύνεται με υψηλά περιβαλλοντικά τέλη. Ο ελληνικός λιγνίτης μάλιστα, που είναι πολύ κακής ποιότητας, έχει και υψηλό κόστος εξόρυξης. Για τούτο, ειδικά τα τελευταία χρόνια που το φυσικό αέριο έχει σχετικά χαμηλή τιμή, μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου είναι πιο ανταγωνιστική από μια λιγνιτική μονάδα.
Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η ΕΕ παρεμβαίνει καθορίζοντας διοικητικά (έμμεσα) το κόστος των ρύπων. Δεδομένου ότι ο λιγνίτης είναι πολύ ρυπογόνο καύσιμο και η ΕΕ επιδιώκει να καταστήσει μη ελκυστικές τις ρυπογόνες τεχνολογίες, είναι βέβαιο πως μεσομακροπρόθεσμα η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη θα είναι ακριβότερη από το φυσικό αέριο. Ακόμη και για αρκετά υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου.
Γι’ αυτό η αποσπασματική πώληση λιγνιτικών μονάδων δεν λύνει κανένα πρόβλημα της ΔΕΗ.
Δεν λύνει, π.χ., το πρόβλημα της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ στη λιανική, αφού στην πραγματικότητα το μονοπώλιο στον λιγνίτη δεν της εξασφάλιζε (τα τελευταία τρία χρόνια) κάποιο ιδιαίτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Και το Μνημόνιο είναι σαφές: μέχρι το 2020 το μερίδιο της ΔΕΗ στη λιανική πρέπει να υποχωρήσει κάτω του 50%.
Πιθανότατα, λοιπόν, θα απαιτηθούν πρόσθετα διαρθρωτικά μέτρα για να επιτευχθεί ο στόχος. Επειδή η πώληση των λιγνιτικών μονάδων θα αποδειχθεί αναποτελεσματικό εργαλείο, τη λύση θα δώσουν αργότερα άλλα «διαρθρωτικά μέτρα», όπως νέες πωλήσεις πελατολογίου ή υδροηλεκτρικών ή και τα δύο. Η καθυστέρηση όμως θα έχει δυσμενείς συνέπειες, όλα αυτά θα γίνουν με χειρότερους όρους, καθώς ο χρόνος θα πιέζει τη ΔΕΗ ακόμα περισσότερο.
Αναμφίβολα, η πώληση περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να βοηθήσει τη ΔΕΗ να ξεπεράσει τη δεινή σήμερα χρηματοοικονομική θέση της. Θα μπορούσε να της εξασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει το επενδυτικό της πρόγραμμα. Ομως, τα περιουσιακά στοιχεία που πωλούνται δεν είναι ελκυστικά. Τα κεφάλαια που θα αντληθούν θα είναι περιορισμένα. Μπορεί το ονομαστικό τίμημα να δείχνει υψηλότερο, επειδή οι μονάδες πωλούνται χωρίς τα δάνεια που τις βαρύνουν και μετακυλίονται στη ΔΕΗ το κόστος του υπεράριθμου προσωπικού, τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου του προσωπικού κ.λπ. Τελικά, όμως, το μεγαλύτερο τμήμα του τιμήματος δεν θα είναι παρά η παρούσα αξία των μελλοντικών υποχρεώσεων, που αφορούν τις πωλούμενες μονάδες αλλά μετακυλίονται στη ΔΕΗ.
Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν πως η πώληση των λιγνιτικών μονάδων αποτελεί θετικό βήμα. Στην πραγματικότητα, είναι μία ακόμη αναβολή της ουσιαστικής αντιμετώπισης των προβλημάτων. Και θα κληθεί η ΔΕΗ να τα διαχειριστεί υπό δυσμενέστερους όρους στο μέλλον. Η κυβερνητική τακτική είναι αντιγραφή από το 2015, όταν, προκειμένου να μην κάνει τίποτα επί της ουσίας, επινόησε τα ΝΟΜΕ. Τα οποία όχι μόνο απέτυχαν παταγωδώς να μειώσουν το μερίδιο αγοράς της ΔΕΗ, αλλά προξένησαν και οικονομική αιμορραγία. Τότε, επιστρατεύτηκε ένα ακατάλληλο εργαλείο ως «δικαιολογία» για να καθυστερήσει τρία χρόνια η πώληση των λιγνιτικών μονάδων. Σήμερα η ΔΕΗ πληρώνει το κόστος της αναβολής. Οι λιγνιτικές μονάδες πωλούνται με αυξημένο λειτουργικό κόστος και μειωμένη ανταγωνιστικότητα εξαιτίας της αύξησης του κόστους των ρύπων που μεταφράζεται σε χαμηλότερο προσδοκώμενο τίμημα. Σημειωτέον δε ότι το κόστος των ρύπων υπερδιπλασιάστηκε τους τελευταίους μήνες λόγω της πρόσφατης αυστηροποίησης του πλαισίου από την ΕΕ, οπότε για άλλη μία φορά η καθυστέρηση οδηγεί στην απαξίωση.
Στο μεταξύ, ΔΕΗ και κυβέρνηση απεύχονται την πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων. Πράγματι, αυτές είναι το περιουσιακό φιλέτο της ΔΕΗ και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η πώληση μιας υδροηλεκτρικής μονάδας μπορεί να αποφέρει σημαντικά καθαρά κεφάλαια, ικανά να χρηματοδοτήσουν τη φυγή της εταιρείας προς τα μπρος.
Διότι σήμερα η ΔΕΗ βρίσκεται στο σημείο όπου βρισκόταν ο ΟΤΕ τη δεκαετία του ’90. Οι ΑΠΕ αναδύονται ως κυρίαρχη τεχνολογία παραγωγής ενέργειας και η ΔΕΗ, παρά την αρχική της υστέρηση –όπως ακριβώς συνέβη και με τον ΟΤΕ -, έχει όλα τα φόντα να πρωταγωνιστήσει στη νέα ενεργειακή αγορά. Αλλά δεν έχει τα απαραίτητα κεφάλαια να στήσει τη δική της COSMOTE. Και όπως θα ‘λεγε κι ένας σκακιστής, ενίοτε θυσιάζοντας έγκαιρα ένα σημαντικό πιόνι, μπορείς να σώσεις την παρτίδα. Αυτό χρειάζεται και η ΔΕΗ, να κάνει εγκαίρως με στρατηγική και όραμα την κίνηση που θα σώσει την παρτίδα.
Η λύση της Μικρής ΔΕΗ μπορεί να μην ήταν ιδανική, ήταν όμως ουσιαστική. Αντιμετώπιζε αποτελεσματικά και τις δύο μεγάλες προκλήσεις. Ωστόσο πουλούσε το φιλέτο, όπως μονότονα επαναλαμβάνουν αυτοί που παραχώρησαν όλη τη δημόσια περιουσία για 100 χρόνια.
Για πόσα χρόνια πια θα αναμασούμε αυτό το τροπάριο, επιτρέποντας την απαξίωση της δημόσιας περιουσίας; Ώς πότε θα καθυστερούμε, θα «διαπραγματευόμαστε», θα αναβάλλουμε, απαξιώνοντας την περιουσία μας και εκποιώντας την τελικά με την πλάτη στον τοίχο; Μα τίποτα δεν μάθαμε από την κρίση;
O Γιώργος Στρατόπουλος είναι οικονομικός αναλυτής