Υστερα από επτά μήνες απεργίας στον καταυλισμό των ανθρακωρύχων του Κολοράντο επικρατούσε ενθουσιασμός και πίστη για τη νίκη. Είχε μπει ο Απρίλιος του 1914, μόλις 28 χρόνια μετά την αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του Σικάγου. Η άγρια τρομοκρατία και ο βαρύς χειμώνας δεν έσπασαν τους απεργούς. Η απάνθρωπη ζωή τούς είχε ατσαλώσει: δεκατέσσερις ώρες δουλειάς, μεροκάματα πείνας, εργατικά δυστυχήματα, εκμετάλλευση.
Εμπνευστής και αρχηγός τους στον ανυποχώρητο αγώνα ήταν ο «Λέων της Κρήτης» ή αλλιώς Λούης Τίκας. Ενας έλληνας εργάτης, μετανάστης από την Κρήτη, που είχε οργανώσει το πρώτο εργατικό σωματείο των ανθρακωρύχων στο Κολοράντο. Ενας λαϊκός ηγέτης που ένωσε 26 εθνικότητες κατεβάζοντας 11.000 ανθρακωρύχους σε απεργία απέναντι σε πάνοπλους φρουρούς. Και που τελικά θα έπεφτε νεκρός από άνδρες του Ροκφέλερ –του μεγαλύτερου εργοδότη της περιοχής –το Πάσχα του 1914.
Μετά τη Σφαγή του Λάντλοου, όπως έμεινε στην ιστορία η αιματηρή καταστολή της απεργίας των ανθρακωρύχων, θα ακολουθούσαν μάχες για να ταφεί η σορός του Τίκα ενώ η κηδεία του θα μετατρεπόταν σε διαδήλωση με χιλιάδες εργάτες. Το άγαλμα αυτού του Ελληνα, ενός θρύλου για την εργατική τάξη των ΗΠΑ, θα στολίζει σε λίγο καιρό την κεντρική πλατεία του Τρινιδάδ στο Κολοράντο. Το Ιδρυμα Ελληνισμού που εδρεύει στη Φλόριντα, με την οικονομική υποστήριξη ομογενών, ανέθεσε σε γλύπτη να φιλοτεχνήσει το άγαλμα του ανθρώπου που επηρέασε την πορεία της αμερικανικής ιστορίας και της εργατικής νομοθεσίας θέλοντας να αναδείξει ότι ήταν Ελληνας, ανθρακωρύχος και συνδικαλιστής ηγέτης.
Τα αποκαλυπτήρια αναμένεται να γίνουν τον Ιούνιο, οπότε θα διεξαχθεί και συμπόσιο αφιερωμένο στον Τίκα. «Ο Ηλίας Σπαντιδάκης, που στο Ελις Αϊλαντ μετονομάστηκε σε Λούης Τίκας, έφτασε στην Αμερική το 1906 σε ηλικία 20 ετών. Αρχικά πήγε στο Ντένβερ όπου άνοιξε ένα καφενείο. Μερικούς μήνες αργότερα πήγε στο ανθρακωρυχείο του Φρέντερικ, στη συνέχεια στο Πόρτλαντ όπου εργαζόταν στη χαλυβουργία δώδεκα ώρες την ημέρα με ημερομίσθιο 1,75 δολάρια και τελικά στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο. Οι συνθήκες ήταν πολύ σκληρές, τα μεροκάματα μικρά και οι ανθρακωρύχοι χωρίς δικαιώματα», λέει στα ΝΕΑ ο απόγονος του Λούη Τίκα, εγγονός του αδελφού του, Γιώργος Σταυρουλάκης. Είναι η εποχή που η αμερικανική οικονομία προσπαθεί να ξεφύγει από τον κύκλο της ύφεσης συνθλίβοντας τα στοιχειώδη δικαιώματα των εργατών.
«Εκεί με μια μικρή ομάδα Ελλήνων, κυρίως Κρητικών, γύρισε όλα τα ανθρακωρυχεία της περιοχής ξεσηκώνοντας τους εργάτες. Ηταν επιβλητική μορφή, πανέξυπνος, είχε μάθει γρήγορα την γλώσσα ενώ οι περισσότεροι δεν ήξεραν αγγλικά. Ιδρυσε το πρώτο συνδικάτο ανθρακωρύχων με εργάτες που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, όμως θέλησαν μια καλύτερη ζωή», προσθέτει ο Σταυρουλάκης.
Οι διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες δεν οδηγούσαν πουθενά. «Ετσι ο Τίκας άρχισε να οργανώνει την απεργία. Γύρισε τα ορυχεία, μίλησε στους εργάτες, τον πίστεψαν και τον ακολούθησαν 11.000 ανθρακωρύχοι». Η απεργία κηρύχθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1913. Θα διαρκούσε ώς τον Απρίλιο του ’14 και θα κατέληγε στη Σφαγή του Λάντλοου, μία από τις πιο πολύνεκρες επιθέσεις στην ιστορία του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.
«Στην περιοχή στήθηκαν σκηνές –μια ολόκληρη πόλη –για τις οικογένειες των απεργών ανθρακωρύχων. Κάτω από αυτές έφτιαξαν ορύγματα – καταφύγια για τα γυναικόπαιδα όταν η ιδιωτική αστυνομία εισέβαλλε βίαια, κατέστρεφε, δολοφονούσε και έκλεβε τις πενιχρές τους οικονομίες», λέει ο Σταυρουλάκης. «Ενώ η απεργία κορυφωνόταν, ο Ροκφέλερ επιχείρησε να δωροδοκήσει τον Τίκα δίνοντάς του 10.000 δολάρια με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει την περιοχή και να φύγει για τα Βόρεια Πεδία. Ο Τίκας το ανακοίνωσε θαρραλέα στους απεργούς λέγοντάς ότι θα μείνει μαζί τους ώς το τέλος. Οι εργοδότες διαπίστωναν ότι δεν μπορούσαν να διαλύσουν αλλιώς την απεργία. Και κάλεσαν την Εθνοφρουρά. Στις 20 Απριλίου, βράδυ του Πάσχα, περικύκλωσαν με μυδραλιοβόλα τον καταυλισμό. Ακολούθησε μάχη, με τους εργάτες να αμύνονται. Οι στρατιώτες έβαλαν φωτιά. Πάρα πολλοί κάηκαν ζωντανοί, όσοι βρίσκονταν στα ορύγματα πέθαναν από ασφυξία. Οι εργάτες αντιστάθηκαν μέχρι που τελείωσαν τα πυρομαχικά. Ο αριθμός των νεκρών έμεινε ανεξιχνίαστος».
Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών ο Τίκας δολοφονήθηκε από τον επικεφαλή της Εθνοφρουράς. Οταν τα γεγονότα μαθεύτηκαν, οπλισμένοι εργάτες από γειτονικά ορυχεία κατευθύνθηκαν στην περιοχή. Αρχισαν συγκρούσεις με την Εθνοφρουρά. Εργάτες δυναμίτισαν ορυχεία, η κατάσταση βγήκε εκτός έλεγχου. Οι μάχες κράτησαν δέκα μέρες. «Ο Τίκας έμεινε άθαφτος ένα τριήμερο. Οι εργάτες κατάφεραν να πάρουν τη σορό του με τα όπλα», συνεχίζει ο Σταυρουλάκης. «Τελικά, τα στρατεύματα αποσύρθηκαν για να μην οξυνθεί περαιτέρω η κατάσταση και δόθηκαν στους εργάτες δικαιώματα, αύξηση μισθών και μέτρα ασφαλείας στις στοές».
Η ιστορία του Τίκα και άλλων Ελλήνων που συμμετείχαν στις ένοπλες ταξικές αναμετρήσεις των ορυχείων της Αμερικής από το 1890 έως το 1930 παρουσιάστηκε το 2016 σε ντοκιμαντέρ του Λεωνίδα Βαρδαρού.
Το 2014 οι απόγονοι των ανθρακωρύχων συγκεντρώθηκαν στο Κολοράντο. Εκεί ήταν και ο τραγουδιστής Frank Manning, ο παππούς του οποίου – ανθρακωρύχος μαζί με τον Τίκα – βάπτισε τον γιο του Λούη στη μνήμη του έλληνα εργάτη, ήταν και ο 100 ετών ιταλικής καταγωγής Frank Petroutsi, ο οποίος – στην κοιλιά της μάνας του τότε – ήταν το μόνο μέλος της οικογένειάς του που σώθηκε μετά την πυρπόληση του καταυλισμού.
Πλέον το άγαλμα του Τίκα θα βρίσκεται στο Τρινιδάδ, δίπλα στο άγαλμα των ανθρακωρύχων και στο μνημείο με το κλουβί: το κλουβί με το πουλί που κρατούσαν οι ανθρακωρύχοι μπαίνοντας στις στοές για να βλέπουν αν υπάρχει οξυγόνο – αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν.