Το παρελθόν και το μέλλον συναντιούνται επί σκηνής. Τα σώματα πάλλονται και σε κάθε τους βήμα οι χορογράφοι μοιάζουν σαν να μιλούν για τις αλήθειες της τέχνης τους, αλλά και να αποκαλύπτουν προσωπικές σκέψεις για τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις μπροστά στο κοινό. Το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από τις 3 Μαΐου και για τέσσερις παραστάσεις παρουσιάζει το «Équilibre / Cacti», ένα δίπτυχο χορού του φιλοξενούμενου χορογράφου Αντώνη Φωνιαδάκη (στην πρώτη δημιουργία του μετά την παραίτηση από το Μπαλέτο της Σκηνής) και του Σουηδού Αλεξάντερ Εκμαν.
O διεθνώς καταξιωμένος Αντώνης Φωνιαδάκης παρουσιάζει τη νέα χορογραφία «Équilibre», έχοντας επιλέξει ως μουσικό φόντο τους υποβλητικούς ήχους του Φίλιπ Γκλας. Πρόκειται για τη δεύτερη εκδοχή της χορογραφίας με τίτλο «Des/Équilibre/s» που αποκάλυψε στο κοινό για πρώτη φορά στο Summer Nostos Festival του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος τον περσινό Ιούνιο. «Το “Des/Équilibre/s” πρωτοπαρουσιάστηκε σε μια σύνθετη βραδιά και περιλάμβανε ένα έργο νεοκλασικό, πιο γραμμικό, δομημένο και ελεγχόμενο δίπλα σε ένα έργο με μια ενέργεια διαφορετική, γεμάτη ροή και αντίθετη από αυτή του κλασικού. Θεώρησα ότι ενώ φαινομενικά τα δύο έργα ήταν τελείως διαφορετικά, αντικατοπτρίζοντας μια ανισορροπία, μέσα στην ίδια βραδιά λειτούργησαν αντιστικτικά, με αποτέλεσμα το ένα έργο να φωτίζει το άλλο δημιουργώντας τελικά μια ισορροπία» αναφέρει ο ίδιος ο χορογράφος στο σημείωμα για τη χορογραφία.
Η νέα εκδοχή φέρνει στην επιφάνεια τη σιδηρά πειθαρχία και την ατσαλένια θέληση των χορευτών του κλασικού χορού, την αυστηρή του δομή, στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως στην αυλική του καταγωγή. «Το έργο “Ιquilibre” χτίστηκε από την αρχή πάνω στην ιδέα του “Des/Équilibre/s” και εξυπηρετεί μια αισθητική και μια γραφή νεοκλασική. Ο τίτλος, “Équilibre” (ισορροπία), απαντά στη δική μου ανάγκη και επιθυμία να κρατήσω μια γραμμική αίσθηση στο έργο αλλά, ταυτόχρονα, να εμφυσήσω μέσα στους άξονες της κίνησης κάτι πολύ πιο ρευστό, πιο παιχνιδιάρικο από άποψη χώρου και χρόνου».
Προκειμένου να παρασύρει τους θεατές σ’ ένα ταξίδι στον ανεξερεύνητο πυρήνα του χορού, ο Φωνιαδάκης επιστρατεύει το εμβληματικό του έργο «Koyaanisqatsi» του Φίλιπ Γκλας, από την ομώνυμη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, και ντύνει μ’ αυτό τις κινήσεις των χορευτών του. «Ο Φίλιπ Γκλας είναι ένας χιλιοχορογραφημένος συνθέτης, που έχει δουλέψει πολύ και για τον κινηματογράφο. Συναισθηματικά η μουσική του χτυπάει φλέβα στο ευρύ κοινό. Είναι λυρική και επαναλαμβανόμενη, με αποτέλεσμα τα μουσικά της μοτίβα, θες – δεν θες, να σε υπνωτίζουν και να σε συνεπαίρνουν. Η μουσική έχει ένα εξαιρετικό δέσιμο με την ταινία και ακούγοντάς τη μου δημιούργησε μια αίσθηση επιβλητικότητας και ευλάβειας. Θα έλεγα ότι έχει κάτι το θρησκευτικό. […] Χορογραφώντας, ακολούθησα μια αίσθηση ροής σαν αυτή της ατελείωτης πτώσης στο τέλος της ταινίας. Είναι τόσο μεγάλη χαρά να πάλλομαι στις δονήσεις αυτής της μουσικής που ό,τι δημιούργησα στο “Équilibre” βγήκε μέσα από ένα συναίσθημα πέραν της τεχνικής και της αισθητικής» επισημαίνει ο Φωνιαδάκης.
Ο ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΕΚΜΑΝ. Από τη δική του πλευρά, ο σπουδαίος σουηδός χορογράφος Αλεξάντερ Εκμαν, στην πρώτη του συνεργασία με το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ξαναζωντανεύει μια χορογραφία που έστησε το 2010 κι έχει τιμηθεί με πλειάδα βραβείων. Το «Cacti» είναι επί της ουσίας ένα σχόλιο για τη σχέση της τέχνης και της κριτικής. «Αυτό το έργο σχετίζεται με το πώς παρατηρούμε την τέχνη και πόσο συχνά αισθανόμαστε την ανάγκη να αναλύσουμε και να “καταλάβουμε” την τέχνη. Πολλοί από τους φίλους μου μού έχουν πει πως πραγματικά δεν καταλαβαίνουν τη μοντέρνα τέχνη και άρχισαν να πιστεύουν ότι ίσως δεν ήταν γι’ αυτούς. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένας σωστός τρόπος και πως όλοι μπορούν να ερμηνεύουν την τέχνη και να τη βιώνουν με τον τρόπο που θέλουν. Το “Cacti” συζητάει την κριτική της τέχνης και δημιουργήθηκε σε μια περίοδο της ζωής μου κατά την οποία ήμουν αναστατωμένος κάθε φορά που κάποιος έγραφε για τη δουλειά μου» δηλώνει ο Εκμαν.
Με λεπτό χιούμορ ο καλλιτέχνης σχολιάζει την επιτηδευμένη διανόηση κάποιων «δήθεν» ειδικών οι οποίοι εξασκώντας από ασφαλή θέση και με υπερβάλλοντα ζήλο την κριτική τους οδηγούνται σε παράλογους προσδιορισμούς με μεγάλη δόση ναρκισσισμού. Γι’ αυτό και βάζει τους δώδεκα χορευτές του να στέκονται παγιδευμένοι σε υπερμεγέθη κουτάκια του σκραμπλ. Μόνο όταν ένα κουαρτέτο εγχόρδων αρχίζει να παίζει ζωντανά επί σκηνής συνθέσεις των Χάιντν, Μπετόβεν και Σούμπερτ, δίνοντας έτσι ρυθμικές πάσες σε απαγγελίες κειμένων, εκείνοι αρχίζουν να τρέχουν, να πέφτουν, να σφαδάζουν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις αόρατες φυλακές τους. Τις σκέψεις δηλαδή του κριτικού τέχνης. «Ενώ δημιουργούσα το “Cacti” για πρώτη φορά είχα την ευκαιρία να δουλέψω με μουσικούς σε στούντιο, κάτι που ήταν ένας νέος τρόπος δουλειάς. Μαζί με το κουαρτέτο εγχόρδων δημιουργήσαμε ένα ρυθμικό παιχνίδι ανάμεσα στους χορευτές και τους μουσικούς, το οποίο έγινε ο καμβάς για το έργο. Απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση τόσο από τους χορευτές όσο και από τους μουσικούς και το κάνουν πολύ ενδιαφέρον να το παρατηρείς» καταλήγει ο χορογράφος, προσθέτοντας πως ίσως γι’ αυτόν τον λόγο το «Cacti» είναι το πιο αγαπημένο του έργο από τα συνολικά 45 που έχει φτιάξει μέχρι σήμερα.