Στην «Ιλιάδα» υπάρχει ένα συνταρακτικό επεισόδιο. Κάποιος ηγεμόνας θέλει να στείλει ένα εμπιστευτικό και αποκλειστικό μήνυμα σε κάποιον φίλο ηγεμόνα. Το γεγονός καταγράφεται από τους φιλολόγους ως την πρώτη μνεία στην ιστορία της γραφής. Ο ηγεμόνας γράφει το μήνυμα στο κεφάλι ενός απεσταλμένου αγγελιοφόρου αφού το ξύρισε. Αφησε έπειτα τα μαλλιά του να μεγαλώσουν και να σκεπάσουν τη γραφή και έστειλε τον μαντατοφόρο στον φίλο ηγεμόνα. Εκείνος δέχτηκε τον αγγελιοφόρο, τον ξύρισε διάβασε το μήνυμα που ήταν γραμμένο στην κεφαλή του και εν συνεχεία αποκεφάλισε τον φορέα, διότι έτσι επέτασσε το μήνυμα, αφού ο λήπτης διαβάσει το μήνυμα να εξαφανίσει τον ταχυδρόμο που έφερε τα «σήματα λυγρά», τα θανάσιμα σημάδια, τα ολέθρια γράμματα!
Αυτή εξάλλου είναι και η πρώτη μνεία της γραφής φορτισμένη με αυτήν την ανόσια χρήση της. Και είναι γεμάτη η λογοτεχνία και η ιστορία με ανάλογα περιστατικά. Εχω κι άλλοτε αναφερθεί στην κατάθεση του Ηροδότου που αναφέρει ότι οι Πέρσες μετά την ήττα στην Πλάταια έστειλαν αγγελιοφόρο στην Αθήνα που μιλώντας στη Βουλή πρότεινε, κατά διαταγή των περσών στρατηγών, ειρήνη και συμμαχία των βαρβάρων με τους Αθηναίους εναντίον της Σπάρτης.
Ο Θεμιστοκλής μόλις άκουσε την αγγελία διέταξε να αποκόψουν τη γλώσσα του μαντατοφόρου γιατί βρώμισε την ελληνική γλώσσα με απαράδεκτο μήνυμα!! Βαρβαρότητα, ομολογώ!
Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο φρουρός που έρχεται να αναγγείλει περίφοβος όταν κάποιος έθαψε τον εκτεθειμένο νεκρό Πολυνείκη υβρίζεται από τον Κρέοντα και με τολμηρό χιούμορ του λέει αν η αγγελία του τού πλήγωσε ως ήχος τ’ αφτιά ή την ψυχή.
Από την άλλη ο Φειδιππίδης, που έφερε στο Αστυ το μήνυμα της νίκης των Αθηναίων στον Μαραθώνα, μόλις κατάκοπος από την τρεχάλα μήνυσε το «Νενικήκαμεν» έπεσε νεκρός.
Στον «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ ο τρομερός ήρωας έχει αλαζονευτεί από την προφητεία ότι κινδυνεύει μόνο από άνδρα που δεν γέννησε γυναίκα και μόνο αν περπατήσει το δάσος. Ωσπου ένας αγγελιοφόρος τον πληροφορεί πως η μητέρα του πέθανε πριν τον γεννήσει και πως οι αντίπαλοί του καμουφλαρισμένοι με κλαδιά από το δάσος προελαύνουν εναντίον του.
Δεν επιθυμώ να εξαντλήσω τα λυγρά ή τα λυτρωτικά μηνύματα που φέρουν οι αγγελιοφόροι στα έργα της παγκόσμιας αφηγηματικής και θεατρικής λογοτεχνίας.
«ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ». Πρόσφατα σ’ αυτή τη θέση αναφέρθηκα εκτενώς στο «κενό» μήνυμα που περιείχε το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου. Μια ολόκληρη ανθρωποσφαγή και μάλιστα εμφύλια έγινε άλλη μια φορά για «ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Μια ομάδα ανταρτών επιφορτίζεται μέσα στην επικίνδυνη περιοχή που ελέγχουν οι κρατικοί στρατιώτες να μεταφέρει ένα κιβώτιο που περιέχει ένα σωτήριο μήνυμα στα φίλια στρατεύματα.
Και στην πορεία η αποστολή αποδεκατίζεται και ο μόνο ετοιμοθάνατος πληγωμένος αντάρτης παραδίδει ένα κενό κέλυφος, ένα ανύπαρκτο μήνυμα. Δυστυχώς η τραγικότερη διαπίστωση πως σχεδόν όλα τα μηνύματα για τη σωτηρία που περιείχαν θρησκείες και πολιτικά συστήματα αποδέχτηκαν βωβά, κενά περιεχομένου, απατηλά ή παραπλανητικά και αινιγματώδη.
Δεν θα διστάσω να εκφράσω την υπόθεση πως ο συγγραφέας του «Κιβωτίου», ποιητής σπουδαίος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (συνοδοιπόρος του Αναγνωστάκη, του Κατσαρού, του Λειβαδίτη, του Πατρίκιου, του Δάλλα, του Κακναβάτου, του Παπαδίτσα κ.ά.) που χρόνια μετά τον εμφύλιο έζησε ως κλοσάρ και θυρωρός στην Πανεπιστημιακή Σιτέ στο Παρίσι, όταν έγραψε το κλασικό του «Κιβώτιο» είχε δει τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο που μαζί με τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» εγκαινίασαν την επανάσταση του θεάτρου με την εισβολή του παραλόγου στην τέχνη και την ιστορία (ως θεωρία).
Οταν ο κόσμος, κυρίως ο δυτικός, συνειδητοποίησε μετά τη βόμβα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι πού μπορεί να φτάσει η αλαζονεία της ισχύος, μπήκε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ απ’ όπου, φοβάμαι, ακόμη δεν έχει βγει στο φως.
Η ποίηση μετά τη Χιροσίμα κατέφυγε για λίγο, ευτυχώς, στον λετρισμό, μια ρυθμική παράθεση ήχου και γραμμάτων χωρίς νόημα, όχι λέξεις, αλλά κραυγές. Επιστροφή στη σκοτεινή ρίζα της κραυγής, στη ζούγκλα και στην έξοδο από τον Παράδεισο.
Ολα τα νοήματα που είχε σωρεύσει ο πολιτισμός, πολιτικά, θρησκευτικά, ηθικά, επιστημονικά και οικονομικά αλλά και αισθητικά είχαν ακυρωθεί. Ο κόσμος είχε παγιδευτεί σε μια αναμονή χωρίς νόημα περιμένοντας ματαίως τον Γκοντό.
Το γηραιό ζευγάρι στις «Καρέκλες» του Ιονέσκο σε κάποια γωνιά της γης, ίσως και εκεί όπως στο «Τέλος του παιχνιδιού» μετά τον κατακλυσμό, ίσως σ’ έναν απομονωμένο φάρο, αναμένει έναν αγγελιοφόρο, έναν κήρυκα, έναν πρέσβη, ένα διαπιστευμένο απεσταλμένο, να φέρει και να κοινοποιήσει ένα σωτήριο, λυτρωτικό μήνυμα, όπως το «Νενικήκαμεν» του Μαραθώνα ή την «Επί του όρους ομιλία» του Χριστού. Οπως τις διακηρύξεις της αμερικανικής, της γαλλικής και της ρωσικής επανάστασης, όπως τα κηρύγματα του Πατριάρχη Φωτίου, του Βατικανού, του Λούθηρου. Δυστυχώς η μποτίλια που ρίχτηκε στη θάλασσα κάθε φορά που βούλιαζε το πλοίο της Ιστορίας ήταν μποτίλια χωρίς μήνυμα. Ετσι και το χαζοχαρούμενο γηραιό ζεύγος του Ιονέσκο απλώνει καρέκλες για να συρρεύσει το ακροατήριο, πιστών και απίστων, ν’ ακούσει και να σωθεί το μήνυμα που αναγγέλλεται και συνεχώς αναβάλλεται η έλευσή του.
Κι όταν επιτέλους ενώπιον των κενών καθισμάτων (γιατί και οι ακροατές είναι φανταστικοί ή απρόθυμοι) εμφανίζεται ο αγγελιοφόρος, είναι βωβός, μουγκός (εκ γενετής; ή του έχουν κόψει τη γλώσσα;). Το μήνυμα είναι ανύπαρκτο, το κιβώτιο κενό, η γλώσσα κομμένη.
Προσωπικά πιστεύω πως τα τρία σύντομα μονόπρακτα του Ιονέσκο, «Η φαλακρή τραγουδίστρια», «Οι καρέκλες» και το «Μάθημα», είναι ό,τι καλύτερο προσκόμισε στον θεατρικό πολιτισμό ο γαλλορουμάνος δημιουργός. Ισως διασώζεται το «Ο βασιλιάς πεθαίνει». Τα άλλα έργα του είναι και φλύαρα και πλατειάζουσες επαναλήψεις των μονοπράκτων.
Ο Κουν ήταν ο πρώτος που μας παρουσίασε τις «Καρέκλες» σε μια αλησμόνητη παράσταση πριν από πενήντα χρόνια. Ακολούθησαν πολλές ερμηνείες, πάντα αξιόλογες.
Θα μείνω όμως στην ερμηνεία, ως κύκνειο άσμα μιας σπουδαίας θεατρικής πορείας την παράσταση του Αδαμάντιου Λεμού με τον ίδιο και τη γυναίκα του Λεκού. Την είδα και στην Αθήνα και στη Χίο όταν ταξιδέψαμε με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη (που ο Λεμός είχε πρωτοανεβάσει έργο του το 1950), τον Ματθαίο Μουντέ και τον Μανιώτη για να τιμήσουμε τον βετεράνο αγωνιστή θεατρίνο της αποκέντρωσης και των αποδήμων. Τώρα για δύο χρόνια «Οι καρέκλες» παίζονταν στο θέατρο Εκστάν, στα Πατήσια, σε μια παράσταση – έκπληξη, μεγάλο μάθημα υποκριτικής και σεβασμού στο θέατρο και στη διακονία του.
Η παράσταση είναι σκηνοθετημένη από τον Ζαν-Πολ Ντενιζόν, ηθοποιό και συνεργάτη του Πίτερ Μπρουκ. Στον θίασο του μεγάλου θεατρανθρώπου ο Ντενιζόν συνεργάστηκε με τον έλληνα ηθοποιό Γιάννη Σταματίου που παίζει τον Γέρο στις «Καρέκλες» μαζί με τη σπουδαία ηθοποιό και θεατρολόγο με ευρωπαϊκές σπουδές Ελένη Παπαχριστοπούλου που έχει μεταφράσει το έργο εξαίσια.
Η Λυρίτη έκανε τα εικαστικά και ο Μαζαράκης τον φωτισμό.
Μια παράσταση λιτή και συνάμα συγκλονιστική χωρίς εντυπωσιασμούς αλλά καίρια και ουσιαστική.
Κείμενο: Ευγένιος Ιονέσκο
Μετάφραση: Ελένη Παπαχρισ-τοπούλου
Σκηνοθεσία: Ζαν – Πολ Ντενιζόν
Σκηνικά – κοστούμια: Μπέτυ Λυρίτη
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μαζαράκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Καταλιακού
Ερμηνείες: Γιάννης Σταματίου, Ελένη Παπαχρισ-τοπούλου