Για όσους έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων στις ΗΠΑ ο Τίκας είναι θρύλος. Ξαναδιαβάζοντας γι’ αυτόν, θυμήθηκα εκείνον τον τύπο στο Σικάγο, πριν από καμιά τριανταριά χρόνια. Κλασικό δείγμα Ελληνοαμερικάνου έτσι όπως στερεοτυπικά έχει καλλιεργηθεί. Πολυλογάς, φωνακλάς, πληθωρικός στον λόγο και τα αξεσουάρ του –με αλυσίδες στο λαιμό και χρυσό δαχτυλίδι. Κι όπως μου μιλούσε, με δικαιολογημένο καμάρι, για την αλυσίδα των steak house που είχε φτιάξει, πέταξε ξαφνικά : «Do you know Tikas?». Κι αυτό με καμάρι το έλεγε. Οχι με το καμάρι του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία αλλά με την εθνική περηφάνια του παιδιού από κάποιο ακριτικό νησί που στα 15 του, στη δεκαετία του 1950, έφτασε στο Σικάγο με όλη του τη ζωή σε μια σακούλα, για να προσπαθήσει να την αλλάξει και να χωρέσει μέσα σε αυτήν τα όνειρά του. Κι ο Τίκας ήταν ο ήρωάς του γιατί αυτή η μακρινή Ελλάδα έχει τους δικούς της ήρωες.
Πριν οι Ελληνες των ΗΠΑ φτάσουν να αποτυπωθούν τόσο χαριτωμένα στο «My big fat Greek wedding» δεν είχαν πάντα ωραίες ιστορίες να διηγηθούν. Ή, μάλλον, δεν είχαν σχεδόν ποτέ. Ανθρωποι κυνηγημένοι από την πείνα, άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά εκεί από το τέλος του 19ου αιώνα (κομβικό σημείο θεωρείται ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897) με μοναδικό εφόδιο τη σωματική τους ρώμη. Για να περάσουν την εξευτελιστική διαλογή του Ελις Αϊλαντ όπου οι γιατροί ξεχώριζαν τους γερούς από τους «σκάρτους», που τους έστελναν κατευθείαν πίσω. Οπως το γράφει ο Θανάσης Βαλτινός στο «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη». «Ηρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Οποιος ήταν καλός του ‘δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι και έγραφε επάνω οράιτ, αμερικάνικα. Οποιος δεν ήταν καλός του ‘δινε κάρτα με κόκκινο». Και θα έπρεπε κάποτε οι ήρωες των απανταχού μακρινών Ελλάδων να ενταχθούν στην επίσημη Ιστορία του έθνους.