Το 1932, δύο μόλις χρόνια μετά το Σύμφωνο Βενιζέλου – Ατατούρκ, με τον νόμο 2007/1932 τούς απαγόρευσαν να εξασκούν τα περισσότερα επαγγέλματα. Το 1941 επιστράτευσαν όλους τους άνδρες ηλικίας 18 έως 45 ετών στα τάγματα εργασίας, μαζί με τους Αρμενίους και τους Εβραίους. Το 1941-42 επέβαλαν τον ειδικό γι’ αυτούς επαχθή φόρο Βαρλίκι. Τον Σεπτέμβριο του 1955 αντέγραψαν εις βάρος τους τη ναζιστική Νύχτα των Κρυστάλλων, εκπονημένη από τη Διεύθυνση Ανορθόδοξου Πολέμου και εκτελεσμένη από το τουρκικό παρακράτος.
Αυτά πέρασε η αναγνωρισμένη και προστατευόμενη από τη Συνθήκη της Λωζάννης ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Ομως, παρ’ όλα αυτά, άντεξε και συνέχισε να υπάρχει. Βοήθησε σε αυτό και η μεγάλη κοινότητα των Εταμπλί, των εκεί εγκατεστημένων κατόχων ελληνικών διαβατηρίων, η οποία επίσης προστατευόταν εξίσου από διεθνείς και διμερείς συνθήκες. Και τώρα, τον Μάρτιο του 1964, έρχεται πια η σειρά της: το τουρκικό κράτος ξεκινά το τελικό σχέδιο εξόντωσης του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης μέσα από τον ολοκληρωτικό διωγμό των Εταμπλί με ένα σχέδιο που, όπως αργότερα αποδείχθηκε, είχε καταστρωθεί με κάθε λεπτομέρεια ήδη από το 1957 αμέσως μετά τα Σεπτεμβριανά ως συνέχεια και ολοκλήρωσή τους. Σχέδιο στην εκτέλεση του οποίου η Ελλάδα δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας έκανε ό,τι μπορούσε. Αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ακόμα και η βοήθεια που έστελνε στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κατασχέθηκε από τις Αρχές ως «τρομοκρατικό υλικό». Φυσικά, μηδενική υπήρξε και η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας.
20 ΔΟΛΑΡΙΑ ΚΑΙ 20 ΚΙΛΑ. Το σχέδιο τέθηκε τελικά σε εφαρμογή από τις 16 Μαρτίου 1964, παράλληλα με μια ακραία επιθετική όξυνση της τουρκικής στάσης στο Κυπριακό, από την κυβέρνηση Ινονού και εξελίχθηκε με επιτυχία για τους Τούρκους και χωρίς την παραμικρή ουσιαστική ελληνική ή διεθνή αντίδραση και το 1965. Το περιεχόμενό του ήταν εφιαλτικό και σε σύγκρουση με οτιδήποτε μπορεί να θυμίζει πολιτισμένο κράτος: οι Ελληνες της Πόλης καλούνταν ως ποινικοί ύποπτοι και υπό καθεστώς ακραίας τρομοκράτησης στο αρμόδιο Τέταρτο Τμήμα Ασφαλείας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί, τους ανάγκαζαν να υπογράψουν δήλωση την οποία δεν είχαν καν διαβάσει, με την οποία «ομολογούσαν» ότι ήταν εχθροί της Τουρκίας. Η συνέχεια ήταν τραγική: έπρεπε να εγκαταλείψουν την Τουρκία αμέσως, έχοντας μαζί τους μόνο «20 δολάρια και 20 κιλά» σε μία βαλίτσα. Οι περιουσίες που άφηναν πίσω τους καταγράφονταν αμέσως από τις τουρκικές Αρχές ως «εγκαταλειφθείσες» και περνούσαν αυτομάτως στην κυριότητα του τουρκικού Δημοσίου. Υπολογίζεται ότι με σημερινές τιμές ξεπερνούν τα 2 δισ. δολάρια.
Λίγο καιρό μετά το πογκρόμ η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης έχει μειωθεί κατά δεκάδες χιλιάδες και, στην ουσία, εισέρχεται στην τελική φάση της εξαφάνισής της. Ο Ινονού, επί των ημερών του οποίου εξελίχθηκε το σχέδιο μαζικών απελάσεων, διετέλεσε από το 1915 μέχρι το 1917 διοικητής των αρμενικών επαρχιών της νέας, τότε, Τουρκίας και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη Γενοκτονία και την εξόντωση των πληθυσμών τους. Σύμφωνα με την τουρκική απογραφή του 1927 η πλήρως προστατευόμενη νομικά ελληνική μειονότητα που όμως πολιτικά αφέθηκε παθητικά στη μοίρα της, υπερέβαινε τους 120.000 ανθρώπους. Σήμερα έχει, πλέον, ουσιαστικά εξαφανιστεί.