«…Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μόν’ ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος…»γράφει ο ποιητής Κώστας Βάρναλης για την Πρωτομαγιά του 1944.
Αλήθεια τέτοια μέρα, σαν την Πρωτομαγιά το 1944 δεν ξανάζησε η Καισαριανή, «γεμάτη θάνατο… γεμάτη περηφάνια»…
Η εκτέλεση στην Καισαριανή ήταν αντίποινα στην επίθεση διμοιρίας του 8ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ υπό τον ανθυπολοχαγό ΠΖ του Ελληνικού ΣτρατούΜανώλη Σταθάκη ενάντια στον διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και υποστράτηγο της ναζιστικής Γερμανίας Φράντς Κρεχ και της συνοδείας του στην περιοχή των Μολάων Λακωνίας στις 27 Απριλίου του 1944 με αποτέλεσμα το θάνατο αυτού και μελών της συνοδείας του. Την προηγούμενη ημέρα είχε γίνει η απαγωγή του υποστράτηγου Κράιπε από Βρετανούς και Έλληνες αντιστασιακούς στην Κρήτη.
Μουντή ξημέρωσε εκείνη η Πρωτομαγιά στην Καισαριανή.
Και ήτανε μουντή, λένε, εκείνη η Πρωτομαγιά… Σαν να θρηνούσε ο ουρανός το θάνατο των 200 παλικαριών…
Η διαταγή ήταν σαφής και απαραβίαστη: «Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. ταγματασφαλίτες και λοιποί “πατριώτες”) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».
200 Έλληνες για τέσσερις γερμανούς. Οι 200 ήταν πολιτικοί κρατούμενοι που το καθεστώς του Μεταξά παρέδωσε στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, στην πλειοψηφία τους μέλη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Ρούχα, σημειώματα, λεβεντιά, έστρωσαν το δρόμο από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή.
Τα σημειώματα ήταν αποχαιρετισμοί και «διαθήκες» που άφηναν βαριά κληρονομιά την απαίτηση συνέχισης του αγώνα. Γράφτηκαν με αίμα σε κομμάτια από ύφασμα και ρίχτηκαν στο δρόμο. Και οι περαστικοί έγιναν οι αγγελιοφόροι του θανάτου…
«Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος» το σημείωμα του Νίκου Μαριακάκη.
«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που διεξάγετε. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια απ’ τη νέα δοκιμασία. Ετσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ Μήτσος ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ».
«Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι, Ηρακλείου, Κρήτης,
Πατερούλη,
Πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ν’ αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι.
Γεια, γεια πατερούλη. Ναπολέων ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ».
Μουντή μέρα ξημέρωνε στην Καισαριανή. Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν, να μεταφέρουν τους 200 στο Σκοπευτήριο.
Όσοι το μάθαιναν έτρεχαν να δουν αν ήταν κάποιος δικός τους ανάμεσα τους.
Ανά 20 οι εκτελέσεις. Κόκκινος ο τοίχος της Καισαριανής. Οι μελλοθάνατοι ‘βαζαν τους νεκρούς στα φορτηγά. Κάποιοι δεν πέθαναν αμέσως. Κανείς δεν ζήτησε να του χαριστεί η ζωή, κανείς ζήτησε να του κλείσουνε τα μάτια. «Ζήτω η λευτεριά. Εκδίκηση. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά και τη λαοκρατία. Ζήτω το ΕΑΜ» οι τελευταίες τους λέξεις.
Πλημμύρισε η Καισαριανή κατάρες κι αναθέματα. Για να τελειώσουν οι εκτελέσεις έφτασε μεσημέρι. Έγινε βράδυ για να τους θάψουν όλους. Η Καισαριανή έγινε «θυσιαστήριο της λευτεριάς»…
Και οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου υπογραμμίζουν την παρακαταθήκη που έμεινε: «…Μόνο θυμηθείτε το αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας»…
Ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη
Λίγα χρόνια πριν την Καισαριανή ακόμα μια Πρωτομαγιά στη Θεσσαλονίκη έγραφε ιστορία με αίμα και η φωτογραφία μιας μάνας που θρηνούσε το θάνατο του γιου της στη μέση του δρόμου, έδινε αφορμή για ένα από τα μεγαλύτερα ποιητικά έργα του 20ου αιώνα…Ο Μάης του 1936 και όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, χαρακτήρισαν την Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, όπως τα γεγονότα του Σικάγο στον υπόλοιπο κόσμο.
Οι καπνεργάτες στη βόρεια Ελλάδα ήταν ένας ενιαίος συμπαγής κλάδος, με 40.000 εργάτες περίπου και συνδικαλιστική δράση και συνείδηση.
Από τις 29 Απριλίου 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας κατεβαίνουν σε απεργία και απαιτούν εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης και αναπροσαρμογή του κατώτατου ημερομίσθιου. Στα αιτήματα μπαίνουν και πολιτικές απαιτήσεις, για αμηστία σε πολιτικούς φυλακισμένους, εξορίστους και καταδικασμένους.
Στο διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι και τις 8 Μαΐου οι κινητοποίησεις εξαπλώνονται στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στον Βόλο και στην Καρδίτσα. Οι βιομήχανοι και οι έμπορου του καπνού κυρήσσουν lock out και κλείνουν τις επιχειρήσεις τους.
Στις 9 Μαΐου προκηρύσσεται γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή και άλλων εργαζομένων που συμπαρίστανται στους καπνεργάτες. Ξεκινούν συλλαλητήρια και πορείες, με την Χωροφυλακή αλλά και το στρατό να παίρνει εντολή να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο.
Τα πρώτα επεισόδια σημειώνονται στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η Χωροφυλακή ανοίγει πυρ κατά των διαδηλωτών με πρώτο νεκρό τον Τάσο Τούση. Οι διαδηλωτές μεταφέρουν το νεκρό πάνω σε μία πόρτα και οι συγκρούσεις γενικεύονται.
Ο απολογισμός είναι τουλάχιστον 16 νεκροί και 300 τραυματίες. Οι κηδείες των θυμάτων γίνονται διαδηλώσεις και στις 13 Μαΐου προκηρύσσεται πανελλαδική απεργία.
Η φωτογραφία της μάνας πάνω από το νεκρό της γιο, γίνεται η έμπνευση για τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Ένα βιβλίο απαγορευμένο που κάηκε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα προδευτικά βιβλία, στις 16 Αυγούστου 1936 από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.