Οπως είναι γνωστό, ένα τυπικό και αυστηρό Σύνταγμα, όπως το ελληνικό, που θεσπίζει περιορισμούς ως προς την έκταση και τη διαδικασία της αναθεώρησής του, αποκλείει εξ ορισμού τις μεγάλες και συχνές μεταβολές. Η απόφαση για την αναθεώρηση πρέπει να έχει διττό σκοπό, αφενός μεν την προσαρμογή του στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, αφετέρου δε τη διόρθωση δυσλειτουργιών του συστήματος. Ετσι δεν κρίνεται ενδεδειγμένη η αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων είτε προς αντιμετώπιση συγκυριακών προβλημάτων χωρίς θεσμική διάσταση, είτε για την ικανοποίηση θεωρητικών ανησυχιών χωρίς αντίκρισμα σε συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα, είτε για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, σε θεσμούς με μακροχρόνια λειτουργία, που έχουν παγιωθεί στη συνείδηση των πολιτών και του νομικού κόσμου.
Με τα δεδομένα αυτά, στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αυτή πρέπει να περιορισθεί όσον αφορά στον χώρο της Δικαιοσύνης στη δικαστική ανεξαρτησία και τη βελτίωση των όρων απονομής της, προκειμένου να θωρακιστεί θεσμικά και ενισχυθεί ο ρόλος της στα πλαίσια του ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Εκλογή του προεδρείου της Δικαιοσύνης
i) Η ανάδειξη των μελών του προεδρείου των Ανωτάτων Δικαστηρίων με το ισχύον σύστημα, με την παραβίαση της επετηρίδας των δικαστών, δημιουργεί υπόνοιες για την ύπαρξη σχέσεων εξάρτησης μεταξύ της κυβέρνησης και των μελών των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Προς αποφυγή των φαινομένων αυτών πρέπει να θεσμοθετηθεί η επιλογή του προέδρου μόνο μεταξύ των αντιπροέδρων και του εισαγγελέα και γενικού επιτρόπου μεταξύ των αρχαιοτέρων αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου κ.λπ. Εξάλλου η επιλογή των αντιπροέδρων θα πρέπει να γίνεται μόνο μεταξύ των δέκα (10) αρχαιοτέρων δικαστών του οικείου δικαστηρίου αν πρόκειται για εκλογή μέχρι τριών ή από αριθμό τριπλάσιο της αρχαιότητας των κενούμενων θέσεων. Επίσης πρέπει να τεθεί φραγμός σε τυχόν προσπάθεια της εκάστοτε κυβέρνησης να εδραιώσει τις επιλογές της στην ηγεσία της Δικαιοσύνης για μακρό χρονικό διάστημα με την καθιέρωση θητείας για τους αντιπροέδρους η οποία να μην υπερβαίνει την οκταετία. Ετσι θα καταστήσει άνευ αντικειμένου τις αδικαιολόγητες παρακάμψεις της επετηρίδας και θα συμβάλει αποφασιστικά στη θωράκιση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Τέλος, προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να εξετασθεί η συμμετοχή στην επιλογή των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας ως εξισορροπητικού παράγοντα του πολιτεύματος και σε θέματα Δικαιοσύνης.
ii) Η απαγόρευση τοποθέτησης δικαστών στο υπουργείο Δικαιοσύνης ή σε άλλα υπουργεία είναι επιβεβλημένη, γιατί θα περιοριστεί η υποψία παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στη Δικαιοσύνη.
iii) Καταρχήν θα πρέπει να δοθεί στον δικαστή ακώλυτη προσφυγή στην Ολομέλεια για κάθε πράξη του ΑΔΣ που αφορά στην υπηρεσιακή του κατάσταση (προαγωγή, μετάθεση, απόσπαση). Εάν υλοποιηθεί η πλήρης προσφυγή κατά όλων των πράξεων του ΑΔΣ, τότε καθίσταται περιττή η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Συντάγματος που προβλέπει το δικαίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης να διαφωνεί με την κρίση του ΑΔΣ και να παραπέμπει το ζήτημα στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, γιατί θα εκλείψει κάθε υπόνοια παρέμβασης του υπουργού στην υπηρεσιακή κατάσταση των Δικαστών.
iv) Να καθιερωθούν αντικειμενικά κριτήρια στις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστών, γιατί αυτό θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη δικαστική ανεξαρτησία. Μπορεί να καθιερωθεί μάλιστα και μοριοδότηση κάποιων κριτηρίων (τίτλων σπουδών, ξένων γλωσσών, αρχαιότητας, οικογενειακής κατάστασης, παραμονής στην επαρχία, λόγων υγείας κ.ά.) όπως συμβαίνει σε άλλους κλάδους.
v) Η ειδική αιτιολογία επιβάλλεται σε όλες τις αποφάσεις, όχι μόνο στο ΑΔΣ αλλά και στα πειθαρχικά συμβούλια, στις συνεδριάσεις των οποίων πρέπει να τηρούνται πρακτικά προς αποφυγή αυθαιρεσιών εις βάρος των κρινομένων.
vi) Ο θεσμός της επιθεώρησης των Δικαστών πρέπει παράλληλα με τον ελεγκτικό του ρόλο να αποκτήσει και ένα συμβουλευτικό χαρακτήρα προς τους νεότερους ιδίως δικαστές.
ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΟΡΩΝ ΑΠΟΝΟΜΗΣ

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

i) Η ίδρυση ποινικών τμημάτων στα μεγάλα δικαστήρια πρέπει να διευρυνθεί περισσότερο, για να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση σύνθετων σύγχρονων προβλημάτων που ανάγονται στον χώρο της οικονομικής εγκληματικότητας ή του οργανωμένου εγκλήματος.
ii) Να γίνει ορθολογική – χωροταξική κατανομή των δικαστηρίων (μια μορφή Καλλικράτη στον χώρο της Δικαιοσύνης) γιατί η ίδρυσή τους έχει γίνει με κριτήρια του περασμένου αιώνα. Κατανοεί κανείς τις τοπικές αντιδράσεις για τη διατήρηση στον τόπο του ενός δικαστηρίου. Ωστόσο η διεθνής εμπειρία έχει αναδείξει ότι επιβάλλεται η κατάργηση των μικρών ή μικρομεσαίων χωρίς απασχόληση δικαστηρίων ή η μετατροπή τους σε μεταβατική έδρα και η αποσυμφόρηση των μεγάλων υπεργιγαντωμένων δικαστηρίων (Αθηνών, Θεσσαλονίκης κ.λπ.) ώστε να γίνουν λειτουργικά και αποτελεσματικά με βάση τις σύγχρονες συνθήκες.
iii) Απαιτείται μια δίκαιη εξισορρόπηση ανάμεσα στις αντίρροπες ανάγκες της ποιότητας του δικονομικού συστήματος και της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς φορμαλισμούς και αυστηρούς δικονομικούς τύπους, χωρίς να παραβιάζονται οι συνταγματικές εγγυήσεις και οι αρχές της δίκαιης δίκης. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να αναζητηθεί ένα μοντέλο πολιτικής και διοικητικής δίκης που θα είναι σε θέση να εξοπλίζει τους διαδίκους με γρήγορη, δραστική και σωστή δικαστική προστασία. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά η απλούστευση των διαδικασιών, η ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση των δικογράφων, η περαιτέρω διεύρυνση της πρότυπης (πιλοτικής) δίκης, η δυνατότητα εναλλακτικών μορφών επίλυσης των διαφορών και ιδίως η διαμεσολάβηση με τη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού και την παρουσία δικηγόρων, η αναβάθμιση των ενόρκων βεβαιώσεων, η εισαγωγή μηχανισμού φιλτραρίσματος των υποθέσεων ιδιαίτερα στα Ανώτατα Δικαστήρια, ώστε να περιοριστεί η καταχρηστική άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων, με προφανώς αβάσιμες προσφυγές, αγωγές ή ένδικα μέσα που δημιουργούν υπερφόρτωση των πινακίων των δικαστηρίων και υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης για τις οποίες υπάρχουν επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ο Ιωάννης Καραβοκύρης είναι τέως πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και νυν πρόεδρος του ΑΣΕΠ