«Η καταγωγή των Σάμι»: Η ηλικιωμένη Eλε φτάνει σε απόμακρο νησί για τηv κηδεία της αδελφής της. Ο ιερέας τής μιλά σε μια γλώσσα που εκείνη ισχυρίζεται πως δεν καταλαβαίνει. Κι εμείς νιώθουμε τις πρώτες μικρές ανατριχίλες μέσα από τη δική της άρνηση.
Η σκηνοθέτιδα Αμάντα Κερνέλ κάνει ένα μεγάλο βήμα πίσω, και σιγά σιγά το μεγάλο αυτό δράμα μας αποκαλύπτεται: δεκαετία του ’30, Σουηδία. Η 14χρονη Ελε ανήκει στη φυλή των Σάμι, που ζουν στη Λαπωνία, στα βόρεια της χώρας, εκτρέφοντας ταράνδους. Ο ρατσισμός καλά κρατεί στη χώρα. Ετσι, στο οικοτροφείο της γίνονται διάφορες εξετάσεις, μέσω των οποίων αποφασίζεται πότε μπορεί ένας ιθαγενής να εισαχθεί στην κοινωνία των λευκών. Η Ελε Μάργια αρχίζει να ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Αλλά για να καταφέρει να ζήσει το όνειρό της πρέπει να γίνει κάποια άλλη, να πετάξει τα παραδοσιακά της ρούχα και να σπάσει όλους τους δεσμούς με την οικογένεια και την κουλτούρα της. Η φυλή των Σάμι αποτελεί μια μειονότητα που ζει σε περιοχές της Σουηδίας, της Φινλανδίας, της Νορβηγίας και της Ρωσίας με δική της γλώσσα και δικό της πολιτισμό –ο οποίος και σβήνει χρόνο με τον χρόνο. Και η Αμάντα Κερνέρ ξεκαθαρίζει πως το βαθύ αυτό τραύμα που μένει τόσο χαραγμένο στην Ελε, ξεκινά από την ανάγκη της να επιβιώσει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι εχθρικά.
Το δίλημμα είναι σχεδόν αδιανόητο: από τη μια, μια καλή εκπαίδευση και μια ωραία ζωή, και από την άλλη, η πίστη σε μια αλυσίδα αξιών που αποτελούν και τις ρίζες της. Ολα αυτά, «γραμμένα» στο πρόσωπο της νεαράς Μία Ερίκα Σπάροκ που είναι τουλάχιστον συγκλονιστική, σε μια ταινία που διαγράφει την απόσταση από την τρυφερότητα στη σκληράδα με αξιοθαύμαστη δραματουργική χάρη, έστω κι αν, θα έλεγε κανείς, πως αυτά που «λέγονται» είναι συγκρατημένα σε σχέση με την κοινωνική σοβαρότητα των σημάνσεών τους. Είναι όμως εν τέλει αυτός ο (υπέροχα φωτογραφημένος) βουβός σπαραγμός που δίνει στο φιλμ την αιχμή του.
Βαθμοί: 7
Σινεφίλ και ψυχαγωγικό
«Ο γιος μου»: Ο Ζουλιέν ταξιδεύει συνεχώς για τη δουλειά του. Ηταν αυτή η μόνιμη απουσία από το σπίτι του που του στοίχισε τον γάμο του. Σε μια στάση του στην Γαλλία λαμβάνει ένα απεγνωσμένο μήνυμα από την πρώην γυναίκα του: ο εφτάχρονος γιος τους εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στα βουνά. Θα την βρει, θα γνωρίσει τον πανηλίθιο τωρινό της σύντροφο, θα έρθει αντιμέτωπος με τις Αρχές που τον αντιμετωπίζουν ως ύποπτο και θα ρισκάρει τα πάντα για να ανακαλύψει τον ένοχο. Ο Κριστιάν Καριόν (του εξαίσιου «Καλά Χριστούγεννα») μοιάζει εδώ να σκηνοθετεί μια εναλλακτική, πιο σινεφιλική εκδοχή της «Αρπαγής» με τον Λίαμ Νίσον, μόνο που ο κεντρικός του ήρωας δεν είναι ένας χαλκέντερος ζεν πρεμιέ αλλά ο εύθραυστος Γκιγιόμ Κανέ. Αυτό προσδίδει στην ταινία έναν ρεαλισμό –παρά την καλλιέπεια της φιλμογράφησης, διακριτή σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη –ο οποίος έρχεται εντέλει σε σύγκρουση με τη σεναριακή εξέλιξη, κάτι όμως που δεν στερεί από τον «Γιο» τη δύναμή του. Πρόκειται για ένα καλογυρισμένο και εξόχως ερμηνευμένο φιλμ δυνατών συγκινήσεων.
Θες να το δεις όλο!
«Ο κύριος και η κυρία Αντελµάν»: Η κυρία Αντελμάν κοιτάζει πίσω στη σχέση της με τον Βίκτορ και η ταινία παρακολουθεί μέσα από τα μάτια της ένα ρομάντζο που ξεκινά από τη δεκαετία του ’70, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια ολόκληρη εποχή, με τις πολιτικές της τάσεις και, φυσικά, τα… ρούχα της, δίνουν λαβή στον σκηνοθέτη Νικολά Μπεντός να στήσει μια παιχνιδιάρικη αφήγηση, πότε εικονογραφώντας τις φαντασιώσεις των ηρώων του και πότε φιλμογραφώντας μερικές στ’ αλήθεια ξεκαρδιστικές ερωτικές σκηνές. Προσέξτε όμως, δεν πρόκειται για κωμωδία, αλλά μάλλον για ένα γλυκόπικρο δράμα που πατάει μεν σε μια μακρά παράδοση του γαλλικού σινεμά (που του αρέσει να ξεχειλώνει αυτά τα είδη από την εποχή του Φρανσουά Τριφό) αλλά δανείζεται στοιχεία και από το σινεμά του Γούντι Αλεν. Το τελικό αποτέλεσμα (με τη βοήθεια των ερμηνειών των Ντοριά Τιλιέρ και Νικολά Μπεντός) έχει ένα μπρίο και μια ενέργεια που δύσκολα τους παραδίνεσαι, ακόμη και όταν τα κλισέ συσσωρεύονται.
Βεγγαλικό
Κοραλί Φαρζάτ. Σεναριακά, όμως, όλο αυτό εξαντλείται πάρα πολύ γρήγορα.
Προβάλλονται επίσης
Στο «Θάρρος ή Αλήθεια» η κεντρική ιδέα έχει ενδιαφέρον: Εξι φίλοι ταξιδεύουν στο Μεξικό όπου μια νύχτα αποφασίζουν να παίξουν το παιχνίδι του τίτλου μόνο και μόνο για να ενημερωθούν πως το παιχνίδι είναι αληθινό και όποιος δεν υπακούσει στους κανόνες θα πεθάνει. Ναι, πολλά απ’ αυτά που συμβαίνουν εδώ τα έχετε ξαναδεί και αλλού –το φινάλε όμως ενδέχεται να σας αποζημιώσει (και να σας ξαφνιάσει). (Βαθµοί: 5).
Ο Αντριου Νικόλ μοιάζει να παίρνει λίγο (τόσο δα) τα πάνω του έπειτα από μια σειρά αποτυχιών καθώς σκηνοθετεί το «Αnon» με τους Κλάιβ Οουεν και Αμάντα Σίεφριντ όπου σε μια μελλοντική εποχή που δεν υπάρχει καμία έννοια ιδιωτικής ζωής και ανωνυμίας ένας αστυνομικός που ερευνά μια υπόθεση δολοφονίας ανακαλύπτει μια νεαρή γυναίκα, η οποία δεν έχει κανένα ψηφιακό αποτύπωμα και άρα είναι αόρατη στο σύστημα. Ο καταγγελτικός τόνος σκοντάφτει στο σεναριακό μυστήριο, αλλά το βλέπεις ευχάριστα. (Βαθµοί: 5). Τέλος, βγαίνει η κωμωδία «Ζευγάρι με το ζόρι»: Μια φτωχή νοικοκυρά εκμεταλλεύεται έναν πάμπλουτο επιχειρηματία όταν ο τελευταίος παθαίνει αμνησία, πείθοντάς τον πως είναι ο άνδρας της και πατέρας των παιδιών της. Του 2018 με Εουχένι Ντερμπέζ, Αννα Φάρις, Εύα Λονγκόρια, Σούζι Κερτζ, Τζον Χάνα –ριμέικ μιας παλαιότερης κωμωδίας των 80s.