Αναμφισβήτητα δεν φταίει το Διαδίκτυο για μια τεράστια ανωμαλία που άλλωστε μετρά πολύ περισσότερα χρόνια σε σχέση με τη δική του εμφάνιση. Ισως να μην είναι άμοιρη ευθυνών για την ανωμαλία αυτή η τηλεόραση, αφού, όσο μπορεί να υπολογίσει κανείς, κάτι διαφορετικό θα πρέπει να συνέβαινε τα πριν από την τηλεόραση χρόνια. Με την ευκαιρία να θυμηθούμε μια τρομερή κουβέντα του ανεπανάληπτου γελοιογράφου μας Κώστα Μητρόπουλου, όταν αποφάνθηκε σε μια φιλική σύναξη, πριν από 20 χρόνια, λέγοντας πως ύστερα από αιώνες, όταν θα θέλει να δώσει κανείς το στίγμα μιας εποχής προκειμένου να τοποθετήσει ένα σημαντικό γεγονός, θα λέει «προ τηλεοράσεως» όπως σήμερα λέμε «προ Χριστού». Φαίνεται ενδεχομένως ασεβής και ιερόσυλη κουβέντα, αλλά είναι εξαιρετικά καίρια αν σκεφτείς πως όσο καθόρισε ηθικά την εξέλιξη της ανθρωπότητας ο ερχομός του Χριστού, στον ίδιο βαθμό «στιγμάτισε» την ανθρωπότητα η διάχυση της εικόνας. Ή μάλλον περισσότερο, αφού ο εκχριστιανισμός της δεν υπήρξε καθολικός, σε αντίθεση με την εγκατάσταση της τηλεόρασης.
Χωρίς όμως να μπορεί να κατηγορήσει κανείς απολύτως την τηλεόραση για την ανωμαλία που ήδη σημειώσαμε, δεν μπορεί και να την απαλλάξει από ένα σύμπτωμα που έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά στην περιοχή της τέχνης, ιδιαίτερα στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όσον αφορά την ενημέρωση των ανθρώπων. Να είναι δηλαδή η τελευταία απείρως μεγαλύτερη σε σχέση με τους καλλιτέχνες, με την προσωπική τους ζωή γενικότερα, παρά με το περιεχόμενο και την καλλιτεχνική και ηθική διάσταση των ρόλων που ενσαρκώνουν. Υπάρχουν άνθρωποι που συμβαίνει να μην έχουν δει έστω για μια μόνο φορά έναν ηθοποιό, είναι όμως απολύτως ενήμεροι για τους γάμους του, τα διαζύγιά του, τις σχέσεις του, τα φαγητά που του αρέσουν, τα μπαρ όπου συχνάζει. Δεν είναι πια μια αναπόφευκτη δυσάρεστη έστω παράμετρος της δημοσιότητας, είναι ένα κυριολεκτικά νοσηρό φαινόμενο να αντικαθιστά ο ίδιος ο καλλιτέχνης, όσον αφορά το ενδιαφέρον των άλλων, το αποτέλεσμα της δουλειάς του, να γίνεται δηλαδή ο ίδιος και μάλιστα τόσο φωταγωγημένα το στοιχείο που κανονικά θα έπρεπε να αγνοείται ώστε να υπάρχει μια στοιχειώδης συνάφεια με αυτό που κάνει και το οποίο θα έπρεπε να μετρά όσο τίποτε άλλο.
Με λίγα λόγια, όταν το ενδιαφέρον για τον καλλιτέχνη ως άνθρωπο προηγείται ή υπερισχύει σε σχέση με την έγνοια για το παραγόμενο αποτέλεσμα, η τέχνη δεν έχει πάει απλώς περίπατο, έχει συντελεστεί μπροστά στα μάτια μας μια απάτη τεράστιου βεληνεκούς, χωρίς ωστόσο ουδόλως να μας ταράζει. Μπορεί ένας ηθοποιός να ασεβεί ή να παρερμηνεύει ένα κείμενο, κάτι χειρότερο, να το φέρνει στα μέτρα του κάνοντάς το, όσο σημαντικό κι αν είναι, μια ευκολοχώνευτη τροφή και ο θεατής να αποκομίζει την αίσθηση ότι επικοινώνησε με την αυθεντική του ουσία. Μια λάθος σχέση όμως με ένα έργο δεν παραμένει ποτέ κάτι μεμονωμένο τόσο για τον ίδιο τον καλλιτέχνη όσο και για τον θεατή. Για τον μεν πρώτο σημαίνει –αν μάλιστα έχει επιτυχία –πως όλα μπορεί να αλλοιωθούν και να παρερμηνευθούν χωρίς κανένα κόστος, αντίθετα μάλιστα να επικροτείται για αυτή του τη συμπεριφορά, για τον δε δεύτερο ότι το λάθος ως τρόπος προσέγγισης των πραγμάτων είναι κάτι εντελώς ανώδυνο.