Η αγάπη είναι σαν ένα άσπρο κουνελάκι, γράφει σε ένα από τα βιβλία της η βρετανίδα μυθιστοριογράφος Μπάρμπαρα Πιμ. Οταν σου χαρίζουν ένα στην αρχή ξετρελαίνεσαι απ’ τη χαρά σου, αλλά σύντομα δεν ξέρεις τι να το κάνεις. Ισως να πρόκειται για την πιο κυνική, κωμική αλλά ταυτόχρονα τόσο, μα τόσο αγγλική εξήγηση για την αγάπη και τον έρωτα, και ίσως η πρώτη σκέψη όλων να είναι πως πρόκειται για μια λογοτεχνική υπερβολή. Ομως η υπερβολή μένει στο μυαλό μας και μας κάνει όλους να αναλύουμε τις παλιές μας αγάπες ώστε να προσπαθήσουμε να τις κατατάξουμε όσο γίνεται πιο μακριά απ’ αυτόν τον σκληρό ορισμό.
Ο Τζούλιαν Μπαρνς στην Μοναδική ιστορία κάνει αυτή την κατάταξη από την αρχή. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, από τον ίδιο τον τίτλο: Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μόνο μια ιστορία να πουν απ’ τη ζωή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν στις ζωές μας περισσότερα από ένα πράγματα. Απλά μία είναι η ιστορία που οριοθετεί τη ζωή μας. Στην περίπτωση της Μοναδικής ιστορίας αυτή η ιστορία είναι ερωτική. Και είναι η ιστορία που κατατάσσει όχι μόνο την αγάπη αλλά και όλο το υπόλοιπο πλαίσιο της ζωής του ήρωα.

Σε τρία μέρη
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο και αφορά στην ανάπτυξη του έρωτα μεταξύ του 19χρονου Πολ και της 49χρονης Σούζαν. Το δεύτερο αναπτύσσεται από τον Μπαρνς σε δεύτερο πρόσωπο και αφορά στην δεύτερη φάση της σχέσης του Πολ και της Σούζαν όταν οι δύο ήρωες πλέον συζούν στο Λονδίνο και η σχέση τους ταλανίζεται όχι μόνο από την καθημερινότητα αλλά από την συνεχόμενη πτώση της Σούζαν στην έρημο του αλκοολισμού και της παράνοιας. Το δεύτερο πρόσωπο της αφήγησης σ’ αυτό το μέρος στοιχειώνει τον αναγνώστη σε κάθε πρόταση σε κάθε πράξη –σωστή ή λάθος –του ήρωα. Ο αναγνώστης θέλει ο ίδιος να βρει διέξοδο στα προβλήματα της σχέσης του Πολ και της Σούζαν γιατί ο συγγραφέας τον «κατηγορεί», τον «εκβιάζει», τον αναγκάζει με αυτόν τον ύπουλο τρόπο να νιώσει συνένοχος της αφήγησης. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο ήρωας συνεχίζει τη ζωή του –μόνος πια –και η αφήγηση καταλήγει σε ένα καθαρτικό για τον αναγνώστη τρίτο πρόσωπο. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να φύγει απ’ το βιβλίο με ενοχές. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να φύγει με την αίσθηση πως δεν έκανε όλα όσα μπορούσε γι’ αυτή τη σχέση ή και για τον ίδιο τον έρωτα.
Ο Τζούλιαν Μπαρνς είναι χωρίς αμφιβολία ένας χαμαιλέων της γραφής. Ο ίδιος και οι ήρωές του ντύνονται μέσα από τα βιβλία του τη σάρκα των συναισθημάτων τους με τον πιο έντονο και διεισδυτικό τρόπο. Στο Αρθουρ και Τζορτζ η σχέση των δύο ηρώων αναπτύσσεται σιγά σιγά στο πλαίσιο της αυστηρής (και ρατσιστικής) βικτοριανής κοινωνίας. Στο βραβευμένο με Μπούκερ Ενα κάποιο τέλος είναι η μνήμη και οι ψεύτικες χαραμάδες της που ορίζουν την πλοκή του βιβλίου. Στον Αχό της εποχής είναι η εξουσία σε σύγκρουση με την δημιουργικότητα που στήνουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη του βιβλίου. Και στη Μοναδική ιστορία το πλαίσιο και η σύγκρουση αφορά τον έρωτα και την αμείλικτη καθημερινότητα που τον συνθλίβει. Ο Μπαρνς φαίνεται πως σε κάθε του βιβλίο οδηγείται από μια πρόκληση για να περιγράψει μια διαφορετική σύγκρουση, κάτι ακόμα σκοτεινό στις σχέσεις και τους χαρακτήρες των ανθρώπων προσπαθώντας να ρίξει φως εκεί που τα πράγματα θα πρέπει να είναι αυτονόητα. Ομως η αλήθεια είναι πως ακριβώς όπως δεν υπάρχει τίποτε απλό σε έναν έρωτα, έτσι και δεν υπάρχει τίποτε αυτονόητο σε μια ανθρώπινη σχέση.

Επιστροφή στο παρελθόν
Η σύγχρονη λογοτεχνία φαίνεται εν πολλοίς να πάσχει από το φαινόμενο της συνεχώς αυξανούμενης πολυπλοκότητας. Υστερα από τα χρόνια του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού φαίνεται πως η αίσθηση ότι «είπαμε όσα θα μπορούσαμε να πούμε» έχει φτάσει σε σημείο να καλύπτει με πολυπλοκότητες και εξυπνακισμούς την σύγχρονη αφήγηση χωρίς όμως αυτό να γίνεται πάντα κομψά ή προς όφελος τελικά της αφήγησης και του αναγνώστη. Συγγραφείς όπως ο Μπαρνς (και η Ελενα Φεράντε) ξεχωρίζουν όμως σ’ αυτήν την τάση, γιατί επιλέγουν να γυρίσουν πίσω στις βασικές σχέσεις των ανθρώπων και να γράψουν γι’ αυτές όχι σαν επαΐοντες αλλά σαν ερευνητές. Οχι σαν αναμασητές αλλά σαν εξερευνητές στη σύγχρονη κοινωνία και τους τύπους της. Ολα σχεδόν τα βιβλία του Μπαρνς ανήκουν στην παράδοση της βικτωριανής ανάπτυξης της λογοτεχνίας και ο Μπαρνς είναι ένας σύγχρονος Χένρι Τζέιμς στον τρόπο με τον οποίο διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή. Το Ενα κάποιο τέλος είναι ένα σύγχρονο Στρίψιμο της βίδας, ενώ Η Μοναδική ιστορία είναι ένα σύγχρονο Πορτρέτο μιας κυρίας. Η σύνδεση αυτή του Μπαρνς με το παρελθόν κατά τη γνώμη μου κάνει την ανάγνωσή του και την μελέτη του το καλύτερο σχολείο δημιουργικής γραφής. Ο Μπαρνς όπως και ο Χένρι Τζέιμς είναι τελικά ένας συγγραφέας για συγγραφείς, αλλά όχι μόνο.

Ο Βασίλειος Δρόλιας είναι αστροφυσικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Nyos» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

Απαντήσεις
Το µαρτύριο και το δίληµµα
Η Μοναδική ιστορία ξεκινάει µε µια φράση που θα µπορούσε να πει κανείς πως ίσως να είναι κλισέ: «Θα προτιµούσες να αγαπήσεις περισσότερο και να υποφέρεις περισσότερο; ή να αγαπήσεις λιγότερο και να υποφέρεις λιγότερο;». Αν για τον ήρωα του Μπαρνς η αγάπη είναι δεδοµένα δεµένη µε το µαρτύριό της, τότε το αρχικό ερώτηµα για το αν τελικά είναι ένα άσπρο κουνελάκι εξαφανίζεται σαν δίληµµα. Η Μοναδική ιστορία στο τέλος δίνει τη δικιά της µοναδική απάντηση και αφήνει τον αναγνώστη να ανακτήσει την –χαµένη –του επαφή µε το παρελθόν.

Julian Barnes
Η μοναδική ιστορία
Μτφ. Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 312
Τιμή: 14,40 ευρώ