Απορεί κανείς γιατί με τόσο «σεσημασμένους» ήρωες και μάλιστα επαρχιακής καταγωγής στην πλειονότητά τους –με την Ηπειρο να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση μέσα στο βιβλίο «Θαμπές ζωές» –ο Γιάννης Η. Παππάς ανακάτεψε σε τέτοιο βαθμό χρονογραφικά, δημοσιογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, ώστε κείμενα που θα τιτλοφορούνταν άνετα ως διηγήματα, να στεγάζονται τώρα κάτω από τον αοριστολόγο και προβληματικό χαρακτηρισμό «πεζογραφήματα». Με αποτέλεσμα, αντί να έχουμε έναν αναγνωρίσιμο αφηγηματικό άξονα και μια «ανθρωπογεωγραφία» εφάμιλλη με κείνη του Γιώργου Ιωάννου, να δημιουργείται σύγχυση ως προς τις προθέσεις του βιβλίου (ένα σύνολο τριάντα τριών πεζογραφημάτων), όπως μάλιστα την επιτείνει η ανάγνωση του οπισθοφύλλου με το να επιλέγονται για ν’ αναφερθούν –νόμιμο από μια πλευρά –οι πιο δυνατές ανθρώπινα περιπτώσεις (για παράδειγμα η οδύσσεια μιας Βορειοηπειρώτισσας στη σύγχρονη Ελλάδα, ή η πορεία μιας νεαρής αντάρτισσας από τα χωριά της Ηπείρου στην Ουγγαρία το 1948), ενώ «αποσιωπούνται» εξίσου κυρίαρχες, αν και δευτερεύουσας σημασίας, σε σχέση με τη συγκρότηση του βιβλίου παράμετροι.
Αυτοβιογραφικός τόνος
Ποιος ο λόγος για κείμενα όπως τα «Δροσερά καλοκαίρια μιας δροσερής εποχής» ή «Οι “καλοσύνες” του χωριού», που θα ήταν άριστα αν τα υπέγραφαν οι χρονογράφοι Παύλος Παλαιολόγος και Φαίδων Μακρής, έστω κι αν διασώζεται στο δεύτερο μια πραγματικά αξιομνημόνευτη λεπτομέρεια, ότι οι αριστεροί είχαν αδυναμία στις δεξιές εφημερίδες και οι δεξιοί στις αριστερές, όταν επρόκειτο, αφού είχαν κάνει την ανάγκη τους, να σκουπίσουν τον ποπό τους. Ή, ακόμη περισσότερο, γιατί, έστω και παρενθετικά, ο αφηγητής, σε δύο τουλάχιστον πεζογραφήματα, να ταυτίζεται με τον συγγραφέα του βιβλίου, με τη ρητή αναφορά της ανθολογίας «Αρχίζει το ματς. Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία» και την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Ελίτροχος», που όλοι γνωρίζον ως υπεύθυνό τους τον Γιάννη Η. Παππά, με αποτέλεσμα καθαρά μυθοπλαστικά χωρία να τα υποψιάζεσαι ως αληθινά ή έστω αληθοφανή. Είναι άλλωστε αυτός ο καιροφυλακτών «αυτοβιογραφικός» τόνος που κάνει να μένει μετέωρη η συγκίνηση σε πεζογραφήματα όπως «Η δερμάτινη μπάλα» και να μην ανασύρονται ήχοι που, αν και χαμένοι, τους αισθάνεσαι να στοιχειώνουν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, με τις «Θαμπές ζωές», αντί να χαρτογραφούν τελικά μιαν εποχή, να παραμένουν ένα εκθετήριο πολύτιμων, είναι αλήθεια, περιστατικών, χαλαρά συνδεδεμένων ή άσχετων μεταξύ τους, αν και το ένα φαίνεται να γεννάει μ’ έναν συγκλονιστικό τρόπο το άλλο. Ετσι ώστε η Βασίλω, η ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματος, η γεννημένη στα 1933, σ’ ένα ορεινό χωριό της Πρέβεζας και ο τραβεστί του διηγήματος «Ο τραβεστί με το σκυλί», ο γεννημένος δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, σ’ ένα ορεινό χωριό της ίδιας περιοχής, να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, χωρίς ποτέ τους να έχουν συναντηθεί ή έστω να έχει υποψιαστεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Κι αν είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν και μεγάλωσαν που ευθύνονται για τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί η ζωή τους κι έχει προδιαγραφεί το τέλος τους, δεν παύουν οι ίδιοι μ’ έναν σχεδόν ταχυδακτυλουργικό τρόπο να αποσυσχετίζονται από τις συνθήκες αυτές και να εκφράζουν κάτι τόσο πρωτότυπο και βαθύ, όσο τουλάχιστον το εκφράζει το δαχτυλικό αποτύπωμα ενός αναντίρρητα πηγαίου δημιουργού.
Δεξαμενή ονομάτων
Οποιο όνομα κι αν έχουν –κυρίως παρατσούκλι –ο «Γερμανός», ο «Κορεάτης», ο «Δεκατριάρης», ή «Η Νίτσα με τ’ όνομα», «Ο Πασχάλης ο καυλιάρης», «Ο Μήτσος ο χασικλής», έκδοτοι (κυρίως γυναίκες), σφαγείς, τραμπούκοι, που μια υφέρπουσα ηθικολογική πρόθεση του συγγραφέα, χωρίς ν’ αλλοιώνει ευτυχώς μια ευθύβολη αφηγηματική ροή, δεν τους αφήνει να ολοκληρωθούν ως ήρωες, όπως άλλη μια «παραξενιά» του συγγραφέα είναι το να περιορίζει στις διαστάσεις του «στιγμιότυπου» ένα πλούσιο αφηγηματικό υλικό που θα ασφυκτιούσε ακόμη και μέσα στα όρια ενός διηγήματος. («Ο δόκιμος και η “θείτσα”», «Δύο απ’ όλα», «Τα μπλε παπούτσια»).
Για να γράψουμε την αλήθεια μοιάζει σαν να έχει δημιουργηθεί, τις τελευταίες δεκαετίες, μια δεξαμενή με γεγονότα και ονόματα που με αφετηρία τους τον Εμφύλιο ή μάλλον την Κατοχή και μ’ έναν έντονο σταθμό την επτάχρονη δικτατορία, κρατάει ως το ανακάτωμα της πολιτικής τράπουλας στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ και το Προσφυγικό με τους Αλβανούς κυρίως, χωρίς να παραλείπεται η κρίση των τελευταίων οκτώ χρόνων. Ετσι ώστε κάθε δόκιμος, απλά γνωστός ή φιλόδοξος συγγραφέας, να ρίχνει το δίχτυ του μέσα σ’ αυτή τη δεξαμενή και να ανασύρει περιστατικά που πασπαλισμένα άλλοτε με μια άχνα και άλλοτε με κυρίαρχη την αποτύπωση της προσωπικής μνήμης, να τα μεταγράφει σε ιστορίες συγκινητικές και διαβαστερές αλλά και άλλο τόσο αντικαταστατές –δυστυχώς. Ακριβώς γιατί δεν έχει υπάρξει ένα φίλτρο ώστε το νερό της δεξαμενής να λειτουργήσει ως «ύδωρ εκ της πέτρας», αφού τότε μόνον θα ήταν δυνατόν να μιλήσει κανείς για σύνθεση, κυρίως όμως για ιστορίες που όσο κι αν μοιάζουν ή παραλλάσσουν μεταξύ τους, τις χειρίζεται ο δημιουργός τους, σ’ όποιο βάθος χρόνου κι αν εξικνούνται, μ’ έναν τρόπο που να μην χρειάζεται (για παράδειγμα) ως επιμύθιο μάλιστα, το πεζογράφημα το σχετικό με τον ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Γκοτζαμάνη, τη φράση «πέθανε μόνος και ξεχασμένος απ’ όλους στις 3 Απριλίου του 1993».
Η χειραφέτηση της ελληνικής πεζογραφίας
Η Γενιά του ’30 θα ανατρίχιαζε σύγκορµη
Μια ένσταση ή μάλλον μια δεύτερη απορία γιατί επελέγη ως τίτλος του βιβλίου το «Θαμπές ζωές», όταν πρόκειται για ζωές, στο σύνολό τους, που περίπλοκες, αντιφατικές ή μετεωριζόμενες πάνω από την άβυσσο, κάθε άλλο παρά θαμπές είναι.
Αντίθετα πρόκειται για ζωές τόσο αναγνωρίσιμες –ακόμη κι όσες αφορούν το αστυνομικό δελτίο –ώστε η συνέχεια και η εξέλιξή τους να ολοκληρώνεται μ’ έναν αφανισμό, χάρη κυρίως σ’ ένα στοιχείο αυτοκαταστροφής που φέρνουν μέσα τους οι ήρωες των πεζογραφημάτων, έστω κι αν οι ίδιοι –όπως συνήθως συμβαίνει –δεν το έχουν ποτέ υποψιαστεί. Οπως δεν θα ήταν σωστό να μη σημειώσει κανείς με αφορμή τις «Θαμπές ζωές» μια χειραφέτηση, με σχεδόν καθολικές διαστάσεις, που παρατηρείται στην ελληνική πεζογραφία των τελευταίων χρόνων, μια χειραφέτηση που θα έκανε, για παράδειγμα, τη Γενιά του ’30 ν’ ανατριχιάζει σύγκορμη. Ονόματα, δηλαδή, που θα θεωρούνταν απαγορευμένα γιατί θα συκοφαντούσαν τη σοβαρότητα των βιβλίων, να καταχωρίζονται πλέον, χωρίς συμπλέγματα, ως χαρακτηριστικές ψηφίδες, ενός περιβάλλοντος περισσότερο κοινωνικού παρά καλλιτεχνικού.
Με τον λαϊκό τραγουδιστή Βασίλη Τερλέγκα στο «Κοστούμι στο χώμα» της Ιωάννας Καρυστιάνη, τη Ζωζώ Σαπουντζάκη στα «Πούρα γεμιστά» του Βασίλη Τσιαμπούση, τον Κώστα Χατζηχρήστο στο «Θα βοσκήσω το μαύρο» του Θωμά Ψύρρα, τη Ζωή Λάσκαρη στο «Δέντρα, πολλά δέντρα» της Ρούλας Γεωργακοπούλου και τώρα τη Μαρινέλλα και τον Καζαντζίδη στις «Θαμπές ζωές» του Γιάννη Η. Παππά, ν’ αποκτούν μιαν άλλη προοπτική σε σχέση με την πανίσχυρα αποτυπωμένη εικόνα τους.
Γιάννης Η. Παππάς
Θαμπές ζωές
Εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 200
Τιμή: 15 ευρώ