Σε μια παγκόσμια τεταμένη ατμόσφαιρα εξαιτίας και του θρησκευτικού φανατισμού, το στοίχημα του διευθυντή του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης και του επιμελητή της ετήσιας έκθεσης μόδας του Κέντρου Ενδύματος είναι τολμηρό, καθώς το θέμα του «Θεϊκά Σώματα: Η μόδα και η Καθολική φαντασία» μάλλον θα έβαλε σε δοκιμασία τους δυτικούς εκπροσώπους του Θείου επί της γης και τους εκφραστές της σύγχρονης μόδας. Η ιδέα να δοκιμαστεί η σύνδεση της θρησκευτικής πίστης με την ομορφιά της ενδυματολογικής δημιουργίας ήταν ένα φιλόδοξο εγχείρημα της αμερικανικής μόδας. Το οποίο θα προλογίσει μεθαύριο, στις 7 του μηνός, το καθιερωμένο πάρτι των εγκαινίων του Κέντρου Ενδύματος «Αννα Γουίντουρ».
Ο Αντριου Μπόλτον, εμπνευστής αυτής της έκθεσης των «Θεϊκών Σωμάτων», θέλησε να αποφύγει τα στερεότυπα ανάδειξης της μόδας μέσα από τη θεματολογία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας που διηγούνται οι τάσεις και οι βιογραφίες δημιουργών. Και τις οποίες παρουσίασαν οι προηγούμενες επιτυχημένες εκθέσεις μόδας τού παραρτήματος του ΜΕΤ, όπως για παράδειγμα οι «China Fantasy», «Manus ex-Machina», «Alexander McQueen» και «Charles James». Ο κύκλος της θρησκευτικής τελετουργίας, του συμβολισμού των ενδυμάτων και τα στοιχεία από αυτή την ενδυματολογική παράδοση στο δέσιμό τους με την υψηλή ραπτική προσκαλούν σε μια διαφορετική ερμηνεία της σύγχρονης μόδας. Μας προσκαλούν ως θεατές να αναλογιστούμε τους λόγους για τους οποίους ένα χειροποίητο ρούχο πολυτελείας γίνεται αντικείμενο λατρείας. Σίγουρα δεν συμβαίνει επειδή στην επιφάνειά του ο τεχνίτης έχει κεντήσει σταυρούς ή την εικόνα από ένα βυζαντινό ψηφιδωτό ιταλικού καθεδρικού ναού του 11ου αιώνα (Versace, Chanel, Dolce & Gabbana) ή το βιτρό ενός μεσαιωνικού γαλλικού ναού (Jean Paul Gaultier).
Συμβαίνει όμως επειδή το 1988 στο εξώφυλλο της αμερικανικής «Vogue» το μαύρο μεταξωτό μάλλινο σακάκι του Κριστιάν Λακρουά με κεντημένα πολύχρωμα κρύσταλλα σε σχήμα βυζαντινού σταυρού συνδυάστηκε με τζιν παντελόνι Guess. Αυτό το σακάκι υψηλής ραπτικής Λακρουά παρουσιάζεται ανάμεσα στις δημιουργίες μόδας των «Θεϊκών Σωμάτων» για να υπογραμμίσει την αφετηρία μιας νέας πρότασης που άνοιξε το γυναικείο περιοδικό. Ο μέχρι τότε ανεπίτρεπτος συνδυασμός του «χαμηλού» φτηνού τζιν παντελονιού με το «υψηλό» χειροποίητο κομμάτι απέκτησε πιστές, οι οποίες εξακολουθούν και σήμερα να δηλώνουν με αυτόν τον τρόπο την πεποίθησή τους στο μοντέρνο στυλ.
Πού όμως βρίσκει η Καθολική Εκκλησία τον χώρο της σε μια τέτοια έκθεση, όπου η προβολή της πολυτέλειας αψηφά την ταπεινότητα και τον λιτό βίο που πρεσβεύει η χριστιανική ηθική; Στις παράπλευρες αίθουσες του Κέντρου Ενδύματος, όπου 40 άμφια και αντικείμενα λατρείας κατέφθασαν από το Μουσείο του Βατικανού ως δάνεια σε αυτήν την έκθεση. Ανάμεσά τους και μια αβγόσχημη επισκοπική τιάρα καλυμμένη από 19.000 πολύτιμους λίθους, δώρο της βασίλισσας Ισαβέλλας Β’ της Ισπανίας προς τον Πάπα Πίο Θ’.
Ισως η έκθεση θεωρηθεί αμφιλεγόμενη λόγω της μείξης του ιερού και του βέβηλου, παρόλο που το ΜΕΤ φρόντισε να κρατήσει τη συλλογή του Βατικανού σε ξεχωριστό χώρο από τη θέαση της μόδας. Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, ο καρδινάλιος Τζιανφράνκο Ραβάζι, υπουργός Πολιτισμού του Βατικανού, σε συνέντευξη Τύπου στη Ρώμη τον περασμένο χειμώνα, αφού μίλησε για τον «δεσμό μεταξύ ομορφιάς και πίστης», έδωσε την ευλογία της Καθολικής Εκκλησίας στο νεοϋορκέζικο πολιτιστικό τόλμημα λέγοντας: «Από τις πρώτες σελίδες της Βίβλου, ο Θεός εισέρχεται στη σκηνή σίγουρα ως δημιουργός, αλλά και ως ράφτης» είπε ο καρδινάλιος, παραπέμποντας σε ένα χωρίο από τη «Γένεση» για τον Θεό που κατασκευάζει ενδύματα δέρματος για τον Αδάμ και την Εύα. «Ο ίδιος ο Θεός ανησυχεί για τα ρούχα των πλασμάτων του, και αυτό αντιπροσωπεύει τη γένεση της σημασίας των ενδυμάτων».