«Ο κύριος Νίκος». Οταν μας παρέλαβε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 από την αγκαλιά του πατέρα μας και μας έβαλε κάτω από τις δικές του φτερούγες, στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας» της οδού Σταδίου, δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι θα εξελισσόταν σε μια ανεκτίμητη παρουσία της ζωής μας, όσο τουλάχιστον οι σύγχρονοι συγγραφείς και ποιητές που μας γαλούχησαν κι ότι ο Νίκος Παντελάκης θα καταλάμβανε θέση στο εικονοστάσι της ψυχής μας. Αυτό το φωτοβόλο παιδάκι της φωτογραφίας του 1925, ένας νεοελληνικός μύθος στον χώρο του βιβλίου.
Ο κύριος Νίκος είχε βλέμμα λαμπερό, από τότε που τον θυμάμαι –δεκαετία του εξήντα –μέχρι το τέλος του, τη δεκαετία του δύο χιλιάδες. Είμαι σίγουρη ότι ακόμα και τώρα το ίδιο βλέμμα έχει. Στη φωτογραφία του τη μεγεθυσμένη –πιάνει μισό τοίχο στο νέο βιβλιοπωλείο, που δεν πρόλαβε να το επισκεφθεί –ο κάθε εισερχόμενος τον βλέπει ολοζώντανο, έτοιμο να αντιχαιρετήσει. Ενα μικρό αγόρι που μεταφέρει τυπογραφικά, ή χαρτόνια, ή βιβλία, ποιος ξέρει να πει ακριβώς, σε ένα καρότσι. Mε βλέμμα αστραποβόλο. Βλέμμα αναλλοίωτο, από την αρχή της ζωής του μέχρι το τέλος.
Σε κοιτάει κατάματα, καλοπροαίρετα αλλά και σοφά. Μού συμβαίνει να ντρέπομαι μπροστά στη φωτογραφία του για κάποια άκαιρη έκφρασή μου. Οπως ακριβώς, όσο ζούσε, υπέβαλλε στον απέναντι τον σεβασμό χωρίς πρόθεση ή προσπάθεια.
Λίγο πριν πεθάνει, τον επισκέφτηκα για τελευταία φορά, μαζί με άλλους δύο ανθρώπους (που πέθαναν κι αυτοί έκτοτε, αν και πολύ νεώτεροί του). Στο λιτό σπίτι του, στις ανηφοριές με τα ανθισμένα δέντρα, στα ψηλά βράχια μεταξύ Ανω Κυψέλης και Γαλατσίου. Το ίδιο λαμπερό βλέμμα. Δεν ήξερα ότι θα πεθάνει, κι ούτε ήθελα να το σκέφτομαι. Η γυναίκα του μας είπε ότι δεν μιλούσε πια καθόλου. Εμάς μας μίλησε κανονικά, με ρώτησε, τι άλλο, για τη μεγάλη του αγάπη, την Εστία. Και άκουγε –θυμάμαι –προσεκτικά, αυτός, ο μοναδικός ακροατής, τα λόγια των άλλων, κυρίως του Βασίλη Μαντούβαλου.
Ηταν σχεδόν εκατό. Εβδομήντα από αυτά τα χρόνια τα πέρασε στην Εστία.
Ο κύριος Νίκος μέχρι να αναχωρήσει από τη ζωή αυτή παρακολουθούσε συστηματικά τον Τύπο και συζητούσαμε μεταξύ μας για τα βιβλία μας, για τα βιβλία γενικά και για τις αλλαγές στον χώρο του βιβλίου. Ο πραότατος άνθρωπος εξοργιζόταν πού και πού για κάποιες εξελίξεις και μου έβαζε φωνή στο τηλέφωνο: «Μην ακούσω πως άνοιξες ποτέ καφενείο μέσα στην Εστία! Βιβλία και καφέδες δεν πάνε μαζί!».
Μου είπε κάποτε, όταν ανέλαβα περισσότερες ευθύνες, περισσότερους μπελάδες, «τώρα είσαι η μητέρα μας». Εμένα αυτό με παραξένεψε γιατί είχα ασπαστεί μια χαρά τον ρόλο της μαθήτριας, της κόρης, της κληρονόμου, της σκιάς, με ό,τι αυτά σήμαιναν τότε για μένα –και σίγουρα σημαίνουν άλλο για τον καθένα. Ο κύριος Νίκος, με την τρυφερή του φράση, μου ανέθετε ευθύνες πολύ ουσιαστικότερες από αυτές που υπαινίσσονται οι λογής ταμπέλες. Τι, τον θεωρούσα πνευματικό πατέρα μου και μέντορά μου κι αυτός τολμούσε να μου ζητάει αντιστροφή των ρόλων; Ετσι σκεφτόμουν τότε, πάνε πολλά χρόνια. Αντί να παραλύσω όμως, προβληματίστηκα. Εσπειρε μέσα μου κάτι νέο, άγνωστο. Με αυτό τον τρόπο μετέδιδε ο κύριος Νίκος το πνεύμα της συνέχειας.
Ενας σπορέας. Ελάχιστοι είναι σε θέση να το κάνουν αυτό.
Ο κύριος Νίκος δεν αγαπούσε την εξουσία. Ηξερε ότι ο ίδιος αξίζει και τιμούσε όλους τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν, χωρίς να διεκδικεί τίποτα από αυτούς. Ακόμα και τους πιο ιδιοτελείς, τους πιο αχαΐρευτους, τους πιο ανεπίδεκτους και αναξιόπιστους, τους σκευωρούς και τους συκοφάντες, τους μετέτρεπε αργά και χωρίς κηρύγματα σε καλύτερους ανθρώπους.
Κανείς δεν ένιωθε ανταγωνισμό, απειλή, αντίδραση, φόβο κοντά του. Μάθαινες, μόνο μάθαινες.
Ο κύριος Νίκος ήταν αυτοδίδακτος, άνθρωπος της άμεσης επικοινωνίας και της προσφοράς. Εμαθε άψογα τα γράμματα, τη μουσική, τις γλώσσες μόνος του. Κάποτε, τη δεκαετία του ενενήντα, συμφωνήσαμε και άρχισα να τον μαγνητοφωνώ στο γραφείο του πέμπτου ορόφου για να φτιάξουμε ένα βιβλίο για τη ζωή του, μια που ο ίδιος δεν ήθελε να γράψει. Τα παιδικά χρόνια, οι πόλεμοι, η φτώχεια, οι συνεχείς αναζητήσεις μέσα στις καθημερινές κακουχίες, οι άνθρωποι του βιβλίου, η διακαής επιθυμία του για μόρφωση, οι παππούδες της Εστίας, οι σπουδαίοι και οι λιγότερο σπουδαίοι συγγραφείς, οι συνάδελφοί του και η συμμετοχή του στις χαρές τους, η σθεναρή στάση του υπέρ των κοινών αγαθών και της εντιμότητας. Καμία πίκρα, κανένα αίσθημα ματαίωσης δεν αναδύθηκε ποτέ από τις λέξεις του. Περνούσαν όμως τα χρόνια, δεν προλάβαινα να ανταποκριθώ και ανέθεσα τη συνέχεια σε άλλους. Με κανέναν δεν συνομίλησε όπως συνομιλούσε μαζί μου, γιατί με κανέναν δεν μπορούσε να μοιραστεί όσα, πολλά, μοιραστήκαμε μεταξύ μας.
Ηταν από τις περιπτώσεις της ζωής μου που κατάλαβα, που βίωσα μάλλον, τι θα πει αγάπη, τι θα πει ζώσα επαφή.
Ο κύριος Νίκος ήταν ο καλύτερος αρχειονόμος, ο καλύτερος καταλογογράφος του κόσμου. Φτιάχναμε και ολοκληρώναμε χάρη σε κείνον τους καταλόγους σε χρόνο μηδέν. Ηταν ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής από μόνος του. Θυμόταν βιβλία που είχαν περάσει από τα χέρια του δεκαετίες νωρίτερα, με το σχήμα, τη θέση, το χρώμα τους, τους διαφορετικούς εκδότες τους. «Ναι, το θυμάμαι, ήταν ένα ψιλό βιβλιαράκι, κίτρινο, δεν είχε τίτλο στη ράχη…»
Ο κύριος Νίκος ήταν αληθινός δάσκαλος: αθόρυβος, σεμνός, δίδασκε ήθος και ευγένεια χωρίς λόγια. Με μόνη την παρουσία και τη θετική του ανταπόκριση σε ανθρώπους και γεγονότα. Οταν άλλοι –οι πολλοί –ξόδευαν την ικμάδα τους σε ίντριγκες και κουτσομπολιά, αυτός έγραφε καρτέλες, παραγγελίες, έκανε πακέτα, κουβαλούσε βιβλία, δεν νοιαζόταν για ηλικίες και ιεραρχίες.
Και μοίραζε αφειδώλευτα τις απεριόριστες γνώσεις του σε συναδέλφους και πελάτες.
Ποτέ δεν τον είδα να κακομεταχειρίζεται κάποιον, να κακομιλάει, να ξεφεύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Σε εποχές δυσοίωνου, απροσδιόριστου και ακατασίγαστου άγχους, ο κύριος Νίκος ήταν το γαλήνιο λιμάνι μας, ο κατευνασμός μας, η βεβαιότητα ότι όλα λύνονται, όλα θα πάνε καλά.
Είμαι φτιαγμένη να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Ετσι έμαθα από τους δασκάλους μου σε αυτή τη ζωή, κι ανάμεσά τους ο κύριος Νίκος κατέχει περίοπτη θέση. Το έχω πληρώσει, κοντά στον νου κι η γνώση. Κι όμως η πίστη στην καλοσύνη των ανθρώπων είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί κανείς να αξιωθεί. Αυτή την πίστη αναδίδει το λαμπερό βλέμμα του κυρίου Νίκου, που κοιτάει μόνο ψηλά, μόνο μακριά. Ο φθόνος και τα αισθήματα της αδικίας τον άφησαν αμόλυντο.
Τα γονίδια της αναζήτησης είναι εμφανή στις εγγονές του. Είναι κάτι άνθρωποι, σπάνιοι, που αναδύονται πάντα φωτεινοί και ήρεμοι από την περιρρέουσα κόπρο και ασχημία. Υπάρχουν σε όλες τις εποχές. Κι αυτοί δεν πεθαίνουν ποτέ.