Ηταν κάποτε ένα «Μικρό κορίτσι χαμένο». Επιλέγοντας αυτόν τον τίτλο για την αυτοβιογραφία της, η Ντρου Μπάριμορ περιγράφει συμπυκνωμένες, με τρεις μόλις λέξεις και με τον πιο γλαφυρό τρόπο, τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής της: από τη γέννησή της σε ένα σπίτι με πολλούς καλλιτέχνες και με όλα τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται αυτό, ώς τα χρόνια της ενηλικίωσης μέσα στα ναρκωτικά.

Ευτυχώς, όταν το μικρό κορίτσι μεγάλωσε, και τα ναρκωτικά κόπηκαν, και όλα άλλαξαν προς το καλύτερο: η χαμένη – εθισμένη Ντρου έγινε μια συνειδητοποιημένη και δυναμική γυναίκα που σταδιοδρομεί με επιτυχία ως ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός σε κινηματογράφο και σε τηλεόραση.

Πολύ σκληρή και πολύ έξυπνη, όπως αποδείχθηκε, για να πεθάνει (έστω για να εξαφανιστεί, όπως εξαφανίστηκαν δεκάδες άλλα παιδιά – θαύματα), τα δύο τελευταία χρόνια σταδιοδρομεί ως απέθαντη και μέσα από τη μικρή οθόνη: η Μπάριμορ είναι πρωταγωνίστρια και συμπαραγωγός της επιτυχίας του Netflix «Santa Clarita Diet», μιας μαύρης (αρκετά splatter) κωμωδίας με ηρωίδα μια γυναίκα που ενώ πεθαίνει, παραμένει ζωντανή. Και που συνεχίζει την καθημερινή ρουτίνα της, δίπλα στην οικογένειά της, τον σύζυγό της και την κόρη της, υποχρεωμένη όμως για να συντηρηθεί (έχουν και τα ζόμπι τις ανάγκες τους) να τρώει ανθρώπους. Ο δεύτερος κύκλος της σειράς ολοκληρώθηκε και παρότι δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως πως θα υπάρξει και τρίτος, ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία η Σίλα Χάμοντ (αυτό είναι το όνομα της κεντρικής ηρωίδας) θα συνεχίσει και του χρόνου να κατασπαράζει –όχι επειδή το θέλει, αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς –όποιον βρεθεί μπροστά της την ώρα του φαγητού.

Kοκαϊνομανής

Πολύ πριν το ρίξει στην ανθρωποφαγία, η Ντρου Μπάριμορ ήταν ένα χαριτωμένο κορίτσι που μεγάλωνε μέσα σε μια διάσημη οικογένεια. Παππούς τής γεννημένης το 1975 ηθοποιού είναι ο ηθοποιός Τζον Μπάριμορ. Πατέρας της ο επίσης ηθοποιός Τζον Ντρου Μπάριμορ και μητέρα της η ηθοποιός Τζέιντ Μέικο Μπάριμορ. Νονός της είναι ο σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ και νονά της η Σοφία Λόρεν. Πώς επέδρασε αυτό το περιβάλλον στη μικρή Ντρου ή μάλλον πώς αντέδρασε η μικρή Ντρου σε αυτό το περιβάλλον; Στα εννιά της χρόνια κάπνιζε, έπινε αλκοόλ και σύχναζε στο Studio 54. Στα δώδεκα χρόνια της ξεκίνησε να κάνει χρήση μαριχουάνας, στα δεκατρία της είχε εθιστεί στην κοκαΐνη και στα δεκατέσσερά της μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης, βγήκε, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και ξαναμπήκε! Στο μεταξύ, ενώ βίωνε αυτή την κόλαση, έκανε καριέρα στον κινηματογράφο και στον χώρο του μόντελινγκ. Το 1980 έπαιξε έναν μικρό ρόλο στις «Ανεξέλεγκτες καταστάσεις», ενώ λίγο μετά την επέλεξαν για έναν ρόλο σε μια τεράστια επιτυχία της εποχής, το έργο «ΕΤ ο εξωγήινος» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η Μπάριμορ βραβεύτηκε για τη δουλειά της, ενώ το 1984 βρέθηκε υποψήφια και για Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της στην ταινία «Αγεφύρωτες σχέσεις».

Τα χρόνια της επιτυχίας

Στη μετά την αποτοξίνωση εποχή η ηθοποιός συνέχισε να εμφανίζεται σε διάφορες όχι πάντα επιτυχημένες ταινίες και να ποζάρει, ενίοτε γυμνή, όπως έκανε στα 17 της χρόνια για το περιοδικό «Interview» και στα 19 της για το «Playboy», εκνευρίζοντας τον νονό Σπίλμπεργκ. Το 1993 βρέθηκε για δεύτερη φορά υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα για την ταινία «Φονικός έρωτας». Το 1995 ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής Flower Films, η οποία αποκόμισε εντυπωσιακά κέρδη από την επιτυχία των κινηματογραφικών «Αγγέλων του Τσάρλι», όπου η Μπάριμορ συμπρωταγωνιστούσε με τις Λούσι Λιου και Κάμερον Ντίαζ. Με τα «Κακά κορίτσια» έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο της. Το 2004 απέκτησε το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας, στο Λος Αντζελες. Τρία χρόνια μετά, έγινε ένα από τα πρόσωπα της εταιρείας καλλυντικών Cover Girl, ενώ το 2007 συνεργάστηκε με τον οίκο Gucci στην προώθηση των κοσμημάτων του. Δραστηριοποιημένη στον αγώνα κατά της πείνας, έχει διαθέσει γενναία ποσά από την περιουσία της για φιλανθρωπίες.

Τρικυμιώδης ζωή

Η Μπάριμορ είναι ένας άνθρωπος που δεν είχε παιδική ηλικία. Οχι μόνο ήταν σκληρά εργαζόμενη από την κούνια της, αλλά και υιοθέτησε πολύ γρήγορα τις πιο κακές συνήθειες των ενηλίκων, όπως το κάπνισμα και τη χρήση ουσιών. Ετσι καταστροφικά διαχειρίστηκε και τις σχέσεις της: στα 16 της αρραβωνιάστηκε, στα 16 και κάτι χώρισε, στα 17 ξαναρραβωνιάστηκε, για να χωρίσει πάλι έπειτα από μερικούς μήνες. Στα 19 της παντρεύτηκε έναν μπάρμαν, ο οποίος δύο μήνες μετά της ζήτησε διαζύγιο. Το 2001 παντρεύτηκε τον ηθοποιό, ράπερ και παραγωγό Τομ Γκριν, για να πάρει διαζύγιο το 2002. Το 2012 παντρεύτηκε τον σύμβουλο τέχνης Γουίλ Κόπελμαν, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Το ζευγάρι χώρισε το 2016. Τον Τύπο είχε απασχολήσει και ο έρωτάς της με τον Τζάστιν Λονγκ, με τον οποίο χώρισε, για να επανασυνδεθεί και να ξαναχωρίσει. Οποια και αν ήταν η εξέλιξη των σχέσεών της με τους άντρες, ήδη από το 2003 η ηθοποιός είχε μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά της και είχε δηλώσει μπαϊσέξουαλ.

To «Grey Gardens»

Στα επαγγελματικά της έκανε πάντως πιο σταθερά βήματα από ό,τι στα προσωπικά της. Πληθωρική η παρουσία της στον κινηματογράφο με ταινίες όπως οι «Charlie’s Angels: Full Throttle», «50 first dates», «Music and lyrics» «Lucky you» κλπ, περιορισμένη αλλά ενδιαφέρουσα η παρουσία της στην τηλεόραση. Η Ντρού Μπάριμορ μέχρι τη στιγμή που ήρθε στη ζωή της η «Santa Clarita» δεν είχε πρωταγωνιστήσει σε σίριαλ, εκτός από το «2000 Malibu Road» των έξι επεισοδίων (1992), είχε όμως εμφανιστεί ως guest σε διάφορα μεμονωμένα επεισόδια, είχε δανείσει τη φωνή της στους «Simpsons» και σε 12 επεισόδια του «Family Guy», είχε παίξει και σε μερικές τηλεταινίες. Στη μικρή τηλεοπτική καριέρα της ξεχωριστή θέση έχει η τηλεταινία «Grey Gardens» (HBO, 2009) του Μάικλ Σούκσυ που στα ελληνικά μεταφράστηκε «Αληθινή πολυτέλεια», όπου μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ «μπερδεύονται» για να διηγηθούν ένα πικρό παραμύθι: Τη ζωή των Ιντιθ και Ιντιθ Μπουβιέ, μάνας και κόρης, θείας και πρώτης εξαδέλφης της Ζακλίν Μπουβιέ – Κένεντι – Ωνάση. Οι δύο γυναίκες κάποια στιγμή σταμάτησαν να έχουν κάθε κοινωνική επαφή και ζούσαν απομονωμένες (και ημίτρελες, αν όχι εντελώς τρελές) στο Grey gardens, την ρημαγμένη εξοχική έπαυλη της οικογένειάς τους στο Λονγκ Αϊλαντ. Η Μπάριμορ ερμηνεύει, βεβαίως, την κόρη, και η Τζέσικα Λανγκ τη μάνα. Η ταινία περιλαμβάνει σκηνές από το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Grey Gardens» των Αλμπερτ και Ντέιβιντ Μέισλς (που έπεισαν τις τραγικές Μπουβιέ, τις πραγματικές Μπουβιέ, να εμφανιστούν μπροστά στην κάμερα) γεγονός που κάνει την ομοιότητα – ταύτιση των ηθοποιών με τους πραγματικούς χαρακτήρες που ενσαρκώνουν να φαίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή.

Η Μπάριμορ για την ερμηνεία της κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ηθοποιού σε μίνι σειρά ή τηλεταινία, το Βραβείο του Σωματείου Ηθοποιών για την Καλύτερη Γυναικεία Ερμηνεία σε τηλεταινία ή σε μίνι σειρά, και το Satellite Award Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας.

Χρειάστηκε όμως να περάσουν οκτώ χρόνια μετά το «Grey Gardens», μέσα στα οποία η Μπάριμορ έκανε μόνο ένα guest πέρασμα σε ένα επεισόδιο της κωμωδίας «Odd Mom Out», για να ξαναβρεθεί με πρωταγωνιστικό ρόλο στη μικρή οθόνη. Ωσπου ήρθε η «Santa Clarita», για να μας μεταφέρει στη Σάντα Κλαρίτα της Καλιφόρνια όπου η Σίλα και ο Τζέικ (Τίμοθι Ολιφαντ) ζουν μια ωραία ζωή μαζί με την έφηβη κόρη τους. Θύμα ενός ατυχήματος που κανονικά θα έπρεπε να έχει στοιχίσει τη ζωή της, η Σίλα αντί να αποχαιρετήσει για πάντα τον μάταιο ετούτο κόσμο, αποκτά περισσότερη ενέργεια και όρεξη από ποτέ. Σε μια κοινωνία που δεν πιστεύει στα ζόμπι καλείται τώρα να ζήσει η ίδια ως ζόμπι. Το κακό είναι πως πρέπει να τραφεί. Και το μόνο που μπορεί να φάει είναι το φρέσκο, ολόφρεσκο ανθρώπινο κρέας. Την ώρα της πείνας η απέθαντη Σίλα σκορπάει τον θάνατο. Μόλις χορτάσει ηρεμεί, και ξαναγίνεται η στοργική σύντροφος και καλή μητέρα που γνωρίζουμε στην αρχή της σειράς. Οι δικοί της, γνώστες της κατάστασης, προσπαθούν να βοηθήσουν αλλά και να σώσουν γείτονες και φίλους από την αδηφάγα όρεξή της. Και το θρίλερ γίνεται κωμωδία, με πολύ αίμα, με αρκετές αηδιαστικές σκηνές (ειδικά όταν η Σίλα απολαμβάνει με θόρυβο τα ωμά παϊδάκια των θυμάτων της) αλλά και με πολύ (μαύρο) χιούμορ. Το σενάριο υπογράφει ο βραβευμένος Βίκτορ Φρέσκο. Η Μπάριμορ παίρνει όλη τη σειρά πάνω της για να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά πόσο πολύ τη θέλει η κάμερα!

Αυτή η κάμερα που παρακολουθεί τη ζωή της από την εποχή του (για να θυμηθούμε την πιο διάσημη ατάκα του «Εξωγήινου») μέχρι σήμερα. Γεννημένη κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας η ηθοποιός ακόμα και αν κινδύνευσε να καεί από αυτά τελικά κατάφερε να τα χρησιμοποιήσει προς όφελός της, φωτίζοντας το ταλέντο της. Το «Μικρό κορίτσι χαμένο» όχι απλώς δεν χάθηκε αλλά ακόμα και ως ζόμπι, έχει τον τρόπο του να γοητεύει!