Η δικαστική ανεξαρτησία είναι μια συνταγματική Αρχή (άρθρο 87 παρ. 1 Συντ.), την οποία θεωρητικά αποδέχονται όλες οι πολιτικές δυνάμεις του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου». Στην πράξη ωστόσο, οι προσπάθειες επηρεασμού της Δικαιοσύνης με διάφορους τρόπους από το πολιτικό σύστημα είναι μάλλον συχνότερες και εντατικότερες από ό,τι συμβαίνει στα άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (με την εξαίρεση βέβαια Ουγγαρίας και Πολωνίας). Η σημερινή κυβέρνηση μάλιστα φαίνεται να έχει ήδη υπερβεί κάθε σχετικό ιστορικό προηγούμενο, τόσο ως προς τις λεκτικές παρεμβάσεις (με κορυφαία την κατηγορηματική δήλωση του ίδιου του Πρωθυπουργού ότι «δεν δίνει καμία πιθανότητα» να κριθεί αντισυνταγματικός από τα δικαστήρια συγκεκριμένος νόμος, που κρίθηκε εντούτοις αντισυνταγματικός από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας λίγες εβδομάδες αργότερα), όσο και ως προς τις επιλογές στην ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. (όπου οι κυβερνητικές «καταδύσεις» στην επετηρίδα ήταν τόσο αδίστακτες, ώστε ανάγκασαν επίτιμο πρόεδρο του ΣτΕ να κάνει λόγο για «απόπειρα απαξίωσης της ιστορικής πορείας» του δικαστηρίου και για «διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών», βλ. Χ. Γεραρή, «Καθημερινή» 25/9/2017). Συνεπώς είναι ευκταία μια πληρέστερη κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση.
Μια εύστοχη πρόταση προς την κατεύθυνση αυτή περιλαμβάνεται στη δέσμη ιδεών που εκπόνησε εξαμελής ομάδα ειδικών (Βερναρδάκης, Δημητρόπουλος, Ζώρας, Κατρούγκαλος, Νικολόπουλος, Χρυσόγονος) ύστερα από παρότρυνση του Πρωθυπουργού και εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα ως «πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ», χωρίς στην πραγματικότητα να έχει συζητηθεί ποτέ στην Κεντρική Επιτροπή ή την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος και χωρίς βέβαια να έχει κατατεθεί στη Βουλή. Ειδικότερα προτείνεται εκεί η κατάργηση της επιλογής των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Aρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο) από την κυβέρνηση και η επιλογή τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέσα από κατάλογο τριών υποψηφίων για κάθε θέση, που θα του έχει υποβάλει η ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Παράλληλα μάλιστα προτείνεται η απαγόρευση σύστασης περισσότερων της μιας θέσης αντιπροέδρου σε καθένα από τα δικαστήρια αυτά, ώστε να τερματιστεί η «βιομηχανία» κατασκευής νέων υπεράριθμων θέσεων από τον νομοθέτη, καθ’ υπέρβαση των λειτουργικών αναγκών των ανωτάτων δικαστηρίων (με απώτερο στόχο τον πολλαπλασιασμό των κρίσεων από το Υπουργικό Συμβούλιο, ώστε να δίδεται υπονοούμενο και σταθερό κατ’ έτος κίνητρο ή αντικίνητρο για τη δικαιοδοτική συμπεριφορά των μελών τους).
Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για να κινηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 110 του Συντάγματος διαδικασία αναθεώρησης, τόσο του άρθρου 90 όσο και οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διάταξης, είναι να διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησης από την πλειοψηφία της Βουλής (και στη συνέχεια, αφού μεσολαβήσουν εκλογές, η επόμενη Βουλή να αποφασίσει τελικά επί των αναθεωρητέων διατάξεων). Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο ο Πρωθυπουργός έχει σοβαρή πρόθεση να δρομολογήσει μια τέτοια διαδικασία, παρά τις δημόσιες περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: Πρώτο, γνωρίζει ότι μετά τις εκλογές ο ίδιος δεν θα είναι πλέον ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου και πως «αρχιτέκτονας» της τελικής μορφής του συνταγματικού μας κειμένου θα γίνει έτσι ο διάδοχός του στην πρωθυπουργία. Δεύτερο και σημαντικότερο, είναι καταφανώς αδύνατο από πολιτική άποψη να κατατεθεί οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτή και το άρθρο 86 του Συντάγματος. Αν όμως καταργηθεί ή έστω περισταλεί δραστικά η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό ποινική υπερπροστασία (έως σχεδόν ατιμωρησία) των υπουργών και κυρίως των πρώην υπουργών, τότε κάποια μέλη της σημερινής κυβέρνησης ενδέχεται να βρεθούν σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση.
Ενδεικτικό της ελαφρότητας με την οποία αντιμετωπίζει ο Πρωθυπουργός το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης είναι το γεγονός ότι μετά την υποβολή της δέσμης ιδεών της εξαμελούς ομάδας ειδικών ακολούθησε η παραπομπή του κειμένου σε μια ατέρμονη και θεατρικού περισσότερο χαρακτήρα «δημόσια διαβούλευση», υπό την ευθύνη ομάδας… μη ειδικών, με προέχουσα την παρουσία διακεκριμένου ηθοποιού (!). Η διαβούλευση αυτή συνεχίζεται (;) χωρίς να υπάρχει καμία ενημέρωση για το αν και πότε σκοπεύει το κυβερνών κόμμα να καταθέσει στη Βουλή πρόταση με τις υπογραφές πενήντα τουλάχιστον βουλευτών του, με ειδική αναφορά στις συνταγματικές διατάξεις των οποίων θα ζητηθεί η αναθεώρηση, οπότε και μόνο ξεκινά η διαδικασία διαπίστωσης της ανάγκης αναθεώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 2 του Συντάγματος. Με δεδομένο άλλωστε ότι το ίδιο άρθρο απαιτεί τη συγκέντρωση πλειοψηφίας τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (είτε στη Βουλή που διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης, είτε στην αναθεωρητική Βουλή μετά τις εκλογές), θα ήταν αναμενόμενο να γινόταν έστω κάποια προσπάθεια διαλόγου της κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση επί του ζητήματος. Ο Πρωθυπουργός όχι μόνο δεν ανέλαβε καμία σχετική πρωτοβουλία, αλλά έχει αφήσει αναπάντητη επί διετία περίπου την πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για συμφωνία των δύο κομμάτων επί των εκατέρωθεν προτάσεων διαπίστωσης ανάγκης αναθεώρησης.
Σε ό,τι με αφορά, η τραυματική εμπειρία που αποκόμισα από τον παραπάνω εμπαιγμό εκ μέρους του Πρωθυπουργού ως προς τη συνταγματική αναθεώρηση, ήταν ένας από τους λόγους οι οποίοι με οδήγησαν στην αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Οκτώβριο του 2017. Αν και το κόμμα αυτό καταγγέλλει σε κάθε ευκαιρία το «παλιό πολιτικό σύστημα» ως υπαίτιο όλων των δεινών της χώρας, στην πράξη το ίδιο αποδεικνύει ότι είναι πιο παλιό από το παλιό. Αρχή άνδρα δείκνυσι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, και το ίδιο ισχύει για τις συλλογικότητες.
Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής Νομικής ΑΠΘ και ανεξάρτητος ευρωβουλευτής