Τη Σώτη Τριανταφύλλου την έχουν κατηγορήσει, κατά καιρούς, για πολλά. Για παράβαση του ρατσιστικού νόμου και δημόσια υποκίνηση μίσους αθωώθηκε χθες. Στο παρελθόν όμως την είχαν πει νεοσυντηρητική όταν είχε διατυπώσει τις ενστάσεις της για τις «υπερήλικες μητέρες» και τους φόβους της για μια «βιομηχανία μωρών» με γυναίκες-μηχανές που θα παράγουν παιδιά για άλλους. Ακραία ομοφοβική όταν είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις της για τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων. Και, κατά κόρον, μνημονιακή, δεξιά, «νεοφιλελέ», αντιδραστική –περί αυτών, οι λόγοι γνωστοί και θλιβερά επαναλαμβανόμενοι. Ομως έναν ευφυή άνθρωπο που διατυπώνει τη γνώμη του ακόμη και όταν ξέρει, ή υποψιάζεται, ότι θα στοχοποιηθεί δεν μπορεί να τον χαρακτηρίζει κανένα επίθετο που έχει σαν συνθετικό τον φόβο ή τη συντήρηση. Γιατί στην εποχή μας, θέλει μεγαλύτερα κότσια να πει κάποιος το αυτονόητο πηγαίνοντας κόντρα στα κλισέ μίας διαστρεβλωμένης πολιτικής ορθότητας παρά να υποστηρίξει μία ακρότητα. Και ζούμε την ακραία αντίφαση στο όνομα της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών να περιορίζεται η ελευθερία του λόγου. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η χθεσινή απόφαση του δικαστηρίου αθωώνει μεν τη Σώτη Τριανταφύλλου αλλά ο νομοθέτης θα έπρεπε ίσως να ξαναδεί το νομικό πλαίσιο που καθορίζει τα όρια ανάμεσα στη ρητορική μίσους και την ελευθερία της έκφρασης.
Από σύμπτωση, σήμερα είναι η μέρα αφιερωμένη στην ελευθερία του Τύπου. Την ελευθερία της έκφρασης. Πολλαπλώς κακοποιημένη τα τελευταία χρόνια με ο,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται. «Χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει δημοκρατία και, επίσης, χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει ατομική ολοκλήρωση. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας είναι που την κάνει ξεχωριστή» λέει ο καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό «Book’s Journal». Και συνεχίζει: «Μία χώρα δεν καταδικάζεται αν, π.χ., δεν έχει πλήρες πλέγμα προστασίας προσωπικών δεδομένων. Αν όμως δεν έχει ελευθερία του λόγου, εκεί τα πράγματα είναι σαφή: πρόκειται για μία χώρα που δεν έχει δημοκρατία».